13 Δεκ 2013

ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΚΡΙΣΗΣ – ΧΡΕΟΥΣ - ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ

Του Αν. ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Η έκρηξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία, παράλληλα με την ανάδειξη των διεθνών της διαστάσεων, εδώ και μια ολόκληρη πενταετία, όχι μόνον δεν εμφανίζει σημεία υποχώρησης, αλλά συνεχίζεται αμείωτη με άδηλο το μέλλον εξέλιξης των οικονομικών πραγμάτων. Συσσώρευση ζημιογόνων αποτελεσμάτων για το σύνολο του εταιρικού τομέα της οικονομίας, εκκαθάριση επιχειρηματικών μονάδων, καταστροφή ζωντανής εργασίας, απαξίωση παγίων κεφαλαίων, παρατεταμένη ύφεση : Αυτά υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι και σήμερα τα βασικά της χαρακτηριστικά. Παράλληλα μ’ αυτή την καπιταλιστική κρίση ήρθε στην επιφάνεια η κρίση του δημόσιου χρέους που δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετηθεί, πράγμα που προέρχονταν από την προηγούμενη πολύχρονη φορολογική ασυλία και πολιτική κινήτρων που απολάμβανε το ελληνικό κεφάλαιο από την πλευρά των αστικών κυβερνήσεων, με αποτέλεσμα την διόγκωση του δημόσιου δανεισμού για την αναγκαιότητα δημοσιονομικής κάλυψης αυτής της «μαύρης τρύπας».
Οι δύο αυτές θεμελιώδεις οικονομικές παράμετροι
, που έθεταν τον ελληνικό καπιταλισμό και την αστική κρατική διαχείριση σε μια «παραπαίουσα» κυριολεκτικά πορεία, κήρυξαν τον συναγερμό πολιτικής συστράτευσης όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση της δικής τους οικονομικής χρεοκοπίας. Και το πρώτο που έκαναν ήταν να μετατρέψουν την δική τουςυποκειμενική χρεοκοπία (καπιταλιστικής οικονομίας και αστικής δημοσιονομικής διαχείρισης) σε «εθνική» χρεοκοπία, ενοχοποιώντας τις εργαζόμενες λαϊκές τάξεις γι’ αυτό. Για την διόγκωση του δημόσιου χρέους ευθύνονταν το γεγονός ότι ο εργαζόμενος λαός κατανάλωνε πάνω από τις δυνατότητές του(και όχι η φορολογική ασυλία και τα κίνητρα προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο), ενώ για την οικονομική κρίση υπερσυσσώρευσης ευθύνονταν η «ραθυμία και ελαφρότητα» της ελληνικής εργατικής τάξης (και όχι η εγγενής αδυναμία του κεφαλαίου να αναπαραχθεί πλέον με όρους κερδοφορίας και ανάπτυξης).
Αυτή η ιδεολογική αντιστροφή αποτέλεσε την νομιμοποιητική βάση για την επιβολή από την πλευρά των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων της πολιτικής των μνημονίων, και μάλιστα με πολιορκητικό κριό την ίδια την ελληνική σοσιαλδημοκρατία, γιατί η οποιαδήποτε αφετηριακή εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής από την συντηρητική δεξιά παράταξη, θα επέφερε την ανατροπή της. Η πιεστικότητα των πραγμάτων για τηνσωτηρία των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης, που επιχειρούνταν να εμφανισθούν ως δοκιμασία των «εθνικών συμφερόντων», χωρίς πλέον να λογαριάζεται κανένα πολιτικό κόστος (δηλαδή η εξαφάνιση του ενός εκ των δύο πυλώνων του αστικού δικομματισμού), έθεσε σε κίνηση την υλοποίηση της εφαρμογής των συνεχών μνημονίων.
Η μνημονιακή πολιτική αποσκοπεί σε μια τριπλή στόχευση, από την επιτυχή υλοποίηση της οποίας εξαρτάται αυτή η ίδια η επιβίωση του ελληνικού καπιταλισμού και της αντίστοιχης αστικής κρατικής διαχείρισης :
α) Στο να καταστήσει την εργατική δύναμη «φθηνή – πειθήνια – απορρυθμισμένη» προκειμένου αφενός να συγκρατήσει τα ζημιογόνα αποτελέσματα των μισών ελληνικών επιχειρήσεων σε διαχειρίσιμα επίπεδα, και αφετέρου να ενισχύσει την κερδοφόρα πορεία των άλλων μισών επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της ελληνικής οικονομίας.
β) Να μετακυλίσει το βάρος αποπληρωμής των δανείων και τοκοχρεολυσίων στους ώμους των εργαζομένων λαϊκών τάξεων με τις κάθε είδους καταργήσεις των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, τις αφόρητες φορολογικές επιβαρύνσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις των κοινωφελών επιχειρήσεων.
γ) Στο να αντιμετωπίσει την ολοσχερή χρεοκοπία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, του οποίου τα ζημιογόνα αποτελέσματα είχαν φτάσει στα 40 δισεκατ. ευρώ (πενταπλάσια από τις ζημίες ολόκληρου του υπολοίπου ελληνικού καπιταλισμού), με την διοχέτευση των δανειακών δόσεων (πέρα από την συνεχή πληρωμή των τοκοχρεολυσίων) για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Προκύπτει άρα ότι μπορεί το άμεσο και κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει η Αριστερά και πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ, να είναι η άμεση ακύρωση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, καθώς και η αποτελεσματική επιδίωξη διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους, που εάν επιτευχθούν πολιτικά θα επιφέρουν μια σημαντική ανακούφιση του κόσμου της μισθωτής εργασίας, ωστόσο όμως αυτά αντιπροσωπεύουν την μία πλευρά των πραγμάτων, την αρνητική πλευρά, αυτή που αφορά την κατάργηση των ακρότατων πλευρών του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Αν αυτό συμβεί, και είναι επιτακτική η αναγκαιότητα για να πραγματοποιηθεί, εντούτοις δεν επιλύει το κυρίαρχο οικονομικό ζήτημα που είναι η συνεχιζόμενη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, η οποία θα συνεχίζεται, και για την υπέρβαση της οποίας (προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης) ακριβώς δρομολογήθηκαν οι μνημονιακές πολιτικές.
Η ανακούφιση των λαϊκών τάξεων και η συνεπακόλουθη τόνωση της αγοραστικής δύναμης των εργατικών νοικοκυριών, καθώς και η απελευθέρωση δημοσιονομικών πόρων για την πραγματοποίηση ορισμένων δημόσιων επενδύσεων και κοινωνικών πολιτικών, όσο και αν είναι αναγκαία ριζοσπαστικά μέτρα, παρόλα αυτά δεν εξασφαλίζουν από μόνα τους την αντιμετώπιση της τεράστιας ανεργίας, της καταστροφής παγίων κεφαλαίων, της παρατεταμένης ύφεσης. Άρα, απαιτείται η ανάδειξη της θετικής πλευράς της αριστερής πολιτικής, δηλαδή οι οικονομικές εκείνες παρεμβάσεις στο κύριο σώμα της ελληνικής οικονομίας, στον εταιρικό τομέα, που να επιδιώκουν την υπέρβαση της κρίσης προς όφελος των λαϊκών τάξεων και σε βάρος της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αυτό είναι το ζωτικό πολιτικό πεδίο στο οποίο απαιτείται η ανάπτυξη των ριζοσπαστικών, αντισυστημικών – αντικαπιταλιστικών τομών (εργατικός έλεγχος, κοινωνικοποιήσεις, συνεταιριστική οργάνωση, σχεδιασμένη κάλυψη των λαϊκών αναγκών κλπ.), που μπορούν να επιτύχουν την οικονομική ανάταξη μαζί με την προαγωγή της κοινωνικής δικαιοσύνης.

iskra

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου