28 Ιουν 2014

Ρεκόρ για τα μονοπώλια - ψίχουλα για τους εργαζόμενους


«Το 2014 ορόσημο για τον Τουρισμό». «Νέο ρεκόρ ετοιμάζεται να καταρρίψει ο ελληνικός τουρισμός για το 2014». «Αύξηση 28% στα τουριστικά έσοδα το α' τετράμηνο του 2014».
Οι παραπάνω είναι ορισμένοι τίτλοι από τον αστικό Τύπο που, έτσι, υποδέχεται τη φετινή τουριστική περίοδο. Ρεπορτάζ και δηλώσεις που συνοδεύονται από την καλλιέργεια προσδοκιών για τους εργαζόμενους του κλάδου του επισιτισμού - τουρισμού και όχι μόνο. Πρόκειται για πραγματικότητα ή για ένα τεράστιο εμπόριο ελπίδας για χιλιάδες εργαζόμενους που προσδοκούν ένα μεροκάματο μετά από αρκετούς μήνες ανεργίας ή ένα καλύτερο μεροκάματο μετά από μήνες απληρωσιάς;
Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» δημοσιεύει σήμερα το δεύτερο μέρος της έρευνας για τις διακοπές, τον τουρισμό. Και εστιάζει στους εργαζόμενους του κλάδου, στις συνθήκες δουλειάς, στην τραγική πραγματικότητα που βιώνουν πίσω από διάφορες βιτρίνες εντυπωσιασμού ενός «μοναδικού εθνικού προϊόντος» - όπως λένε κυβερνητικά στελέχη και μεγαλοεπιχειρηματίες - που παράγεται πάνω στα συντρίμμια των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων του κλάδου, πάνω σε μεροκάματα πείνας για ατέλειωτες ώρες δουλειάς.
Ξεκινάμε με μερικά πρώτα ενδεικτικά στοιχεία:
  • Πέρυσι, το 2013, είχαμε μία ακόμα χρονιά ρεκόρ για τον Τουρισμό. Σε αυτό το ...ρεκόρ όμως, οι εργαζόμενοι που δούλεψαν ήταν 3,5% λιγότεροι από το 2012. Φέτος, εκτιμάται ότι θα έχουμε ένα νέο ρεκόρ. Από πού προκύπτει ότι δεν υπάρχει και νέα μείωση των εργαζομένων;
  • Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, με δηλώσεις του πριν από μερικές μέρες, έκανε την εκτίμηση ότι στην Αθήνα, η αύξηση του Τουρισμού θα δημιουργήσει 45.000 θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία του σωματείου Επισιτισμού - Τουρισμού, αυτές οι θέσεις εργασίας που μπορεί να είναι πραγματικές, αφορούν: μαθητεία, κατάρτιση, επιδοτούμενα προγράμματα του ΟΑΕΔ.
  • Στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις συναντάται μεγάλος αριθμός των λεγόμενων συμβάσεων μαθητείας από τις χώρες Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι δουλεύουν με 300 ευρώ, δήθεν μαθητεία, γιατί δεν είναι μαθητές και δεν έχουν σχέση με τον τουρισμό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν οργανωμένα δίκτυα με δουλεμπορικά γραφεία σε Ελλάδα, Κύπρο και φέρνουν τέτοιους εργαζόμενους για να δουλέψουν. Σε μεγάλο βαθμό αυτό γίνεται σε Χαλκιδική και νότιο Αιγαίο. Για τέτοιες θέσεις εργασίας μιλάνε...
  • Ο μέσος μισθός είναι στα 600 ευρώ στα μεγάλα ξενοδοχεία όπου και εφόσον, κι αν πληρώνονται, οι μόνιμοι εργαζόμενοι που δουλεύουν ήλιο με ήλιο. Με σπαστά ωράρια, 3 ώρες το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα. Οι εργαζόμενοι, που είναι από προγράμματα, είτε δεν πληρώνονται, είτε κάποιοι πληρώνονται τα 400 ευρώ που δίνουν τα προγράμματα του ΟΑΕΔ ή τα 200 ευρώ που δίνουν στους μαθητές που κάνουν πρακτική.
  • Ούτε λόγος δεν γίνεται για τις μικρές επιχειρήσεις που είναι υποψήφιες να κλείσουν έτσι κι αλλιώς, αφού δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Οι εργαζόμενοι εκεί ως επί το πλείστον είναι απλήρωτοι και ανασφάλιστοι. Αξίζει να σημειώσουμε ότι όποιες επιχειρήσεις - κοινοπραξίες έχουν μείνει στους δήμους, στις περισσότερες περιπτώσεις, υπάρχει μεγάλο χτύπημα στις εργασιακές σχέσεις. Για παράδειγμα, το καζίνο του Λουτρακίου που το 18% της εταιρείας της κοινοπραξίας ανήκει στο Δήμο, ο τελευταίος συμφώνησε με την κοινοπραξία στις μειώσεις μισθών εργαζομένων, την επιβολή εκ περιτροπής εργασίας κ.τ.λ.
  • Σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας, πέρα από το σπαστό ωράριο υπάρχουν και ζητήματα καθημερινά με την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων σε όλη τη χώρα. Στη Ρόδο και στην Κέρκυρα οι εργαζόμενοι, εξαιτίας της εντατικοποίησης και των εργατικών ατυχημάτων, πέρυσι είχαν παραιτηθεί μαζικά και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης που δεν μπορούν να βρουν εύκολα δουλειά.
  • Παρά το ότι υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις, μόνο το 10% των 9.600 ξενοδοχείων την τηρούν. Εχουν γίνει τουλάχιστον 400 συμβάσεις με Ενώσεις Προσώπων που προβλέπουν μισθούς και μεροκάματα στο ύψος της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας στα κατώτερα δηλαδή όρια, στα 586 μεικτά. Επίσης, σημαντικό είναι ότι υπάρχουν επιχειρήσεις που δεν τηρούν ούτε καν αυτά τα 586 μεικτά. Με άλλα λόγια, δεν τηρείται η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ούτε από το 10% των 9.600 ξενοδοχείων.
Ούτε λόγος για διακοπές

Οι εργαζόμενοι που δουλεύουν στον Τουρισμό μπορούν άραγε να κάνουν διακοπές μετά το τέλος της σεζόν; Ας δούμε:

21 Ιουν 2014

Απιαστο όνειρο για πολλούς οι διακοπές


Δεν περνά μέρα χωρίς μια είδηση από τον κλάδο του Τουρισμού, που να προσπαθεί να μας πείσει ότι επιτέλους ανακαλύφθηκε το ελληνικό «ελντοράντο» κι αυτό δεν είναι άλλο από τον ήλιο και τη θάλασσα, τις γαλάζιες παραλίες και το πλήθος των τουριστικών καταλυμάτων. Τι σχέση έχει όλο αυτό με το δικαίωμα του λαού στην αναψυχή; Η απάντηση έχει ήδη καταγραφεί σε πρόσφατη ανακοίνωση του ΚΚΕ: «Σε μια περίοδο που η κυβέρνηση και οι μεγαλοξενοδόχοι πανηγυρίζουν για τα ρεκόρ αφίξεων και την ανάπτυξη στον τουρισμό, η πλειοψηφία του λαού δεν μπορεί να κάνει ούτε μια ημέρα διακοπές, γιατί το εισόδημα είναι τσακισμένο, ενώ οι τιμές σε εισιτήρια και δωμάτια απλησίαστες, οι εργαζόμενοι στον κλάδο του τουρισμού δουλεύουν με εξοντωτικά ωράρια και με μεροκάματα πείνας, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις του κλάδου κλείνουν η μία μετά την άλλη. Ολα αυτά αναδεικνύουν ότι η καπιταλιστική ανάκαμψη, για την οποία μιλάνε η κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα, δε συνεπάγεται ανακούφιση του λαού ούτε ανακοπή των αντιλαϊκών μέτρων».
Στο λαμπερό «παραμύθι» που λέγεται Τουρισμός με τις φρούδες ελπίδες που καλλιεργούν ξενοδόχοι και κυβέρνηση περί νέων θέσεων εργασίας, το μόνο πραγματικό είναι τα τεράστια έσοδα - κέρδη των μονοπωλίων του κλάδου, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Πέρυσι επισκέφθηκαν την Ελλάδα 17,9 εκατομμύρια τουρίστες και τα άμεσα έσοδα ήταν 11,9 δισ. ευρώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και των στοιχείων του Κέντρου Τεκμηρίωσης του Ελληνικού Τουρισμού (ΚΤΕΤ).
Ποιος καρπώθηκε τα κέρδη; Σίγουρα όχι οι εργαζόμενοι στον τουρισμό που δουλεύουν όλο και πιο φτηνά. Ούτε φυσικά οι μικρές και οικογενειακές επιχειρήσεις που βάζουν λουκέτο. «Τα λεφτά πήγαν στα λεφτά» δηλαδή στους επιχειρηματικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στο τουρισμό διότι η κρίση δεν είναι για όλους. Αλλωστε σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων την περίοδο 2009 έως 2013 άνοιξαν 914 νέα ξενοδοχεία, το 73% των οποίων εντάσσεται στις τρεις υψηλότερες κατηγορίες, ενώ διέκοψαν τα λειτουργία τους 613 μονάδες συνολικής δυναμικότητας 34.480 κλινών, από τις οποίες μόνο το 3% προερχόταν από τις υψηλές κατηγορίες.
Για φέτος προβλέπουν ότι τα συνολικά έσοδα από τον Τουρισμό θα φτάσουν τα 13 δισ. ευρώ. Σε αυτό το μεγάλο φαγοπότι όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι βρίσκουν δουλειά (πέρσι που ήταν χρονιά ρεκόρ της πεντακονταετίας για τον Τουρισμό απασχολήθηκαν 3,5% λιγότεροι εργαζόμενοι).
Σε αυτό το μεγάλο φαγοπότι που βασίζεται στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, η πλειοψηφία των εργαζομένων δεν κάνουν διακοπές, οι εργαζόμενοι στον Τουρισμό έτσι κι αλλιώς δεν κάνουν διακοπές. Είναι ενδεικτικά τα στοιχεία για τον εποχικό εργαζόμενο που δουλεύει στον Τουρισμό για 5 μήνες και παίρνει συνολικά 3.500 - 4.000 ευρώ για να βγάλει 12 μήνες υποχρεώσεων. Δεν έχει τη δυνατότητα ούτε το χειμώνα που δεν δουλεύει να κάνει πραγματικές διακοπές που θα τού προσφέρουν ξεκούραση και αναψυχή, γιατί τα χρήματα δεν τού φτάνουν ούτε για να ζήσει.
Συνολικά για τους εργαζόμενους το δικαίωμα, η βαθιά ανάγκη τους για διακοπές και ξεκούραση έχει γίνει πολυτέλεια.
Τα στοιχεία μαρτυρούν ότι το 2013 οι αφίξεις τουριστών αυξήθηκαν κατά 15,4%, οι διανυκτερεύσεις κατά 14,5% και οι εισπράξεις κατά 18,1%. Την ίδια περίοδο το 40% των εργαζομένων στη χώρα δεν έκανε διακοπές κι όσοι έκαναν μέτρησαν μέχρι δεκάρας τα διόδια, τα καύσιμα, τα εισιτήρια για να τα βολέψουν 4-5 μέρες στη θάλασσα.
Αυτοί, δηλαδή που παράγουν τον πλούτο, πρέπει να χρυσοπληρώσουν και για τις διακοπές που χρειάζονται για να αναπληρώνουν την εργατική τους δύναμη. Για τους καπιταλιστές, οι διακοπές, οι παραλίες, τα μέσα μεταφοράς, η ζωή των εργαζομένων είναι στοιχεία αξιοποίησης για να βγάλουν κέρδη. Ενας μισθός δε φτάνει για μια βδομάδα διακοπών, ακόμα και ένα μπάνιο στην παραλία κοστίζει όσο ένα μεροκάματο. Στα πλαίσια της φετεινής έρευνας του "Ρ" για το δικαίωμα των εργαζομένων στις διακοπές ενδεικτικό το ρεπορτάζ που παρουσιάζουμε σήμερα από παραλίες της Αττικής, όπου καταφεύγουν χιλιάδες άνθρωποι για λίγες ώρες ξεκούρασης (σε επόμενα φύλλα θα παρουσιάσουμε κι άλλα στοιχεία που αφορούν τόσο το κόστος των διακοπών, όσο και τις συνθήκες μέσα στις οποίες δουλεύουν οι εργαζόμενοι στον τουρισμό).
Δυσβάσταχτο κόστος ακόμα και για ένα μπάνιο

Icon
Δυσβάσταχτο είναι το κόστος για ένα μπάνιο. Σήμερα, πολλές παραλίες της Αττικής είναι απροσπέλαστες για το πλατύ κοινό, αφού για να απολαύσουν τη θάλασσα οι εργαζόμενοι μαζί με τις οικογένειές τους θα πρέπει να καταβάλουν σχεδόν ένα ...μεροκάματο. Τα λεγόμενα «μπάνια του λαού» έχουν γίνει προνόμιο, αφού για να μπει κάποιος σε μια από τις οργανωμένες πλαζ της Αττικής χρειάζεται να καταβάλει από 4 μέχρι και 15 ευρώ, τις καθημερινές και από 4 μέχρι και 25 ευρώ τα Σαββατοκύριακα. Και αν κάποιος θέλει να χρησιμοποιήσει ξαπλώστρα, ομπρέλα, ντουζιέρα και διάφορες άλλες ...«ευκολίες» που προσφέρουν οι παραλίες - καταστήματα θα πρέπει να πληρώσει το αντίστοιχο οικονομικό αντίτιμο.
Φυσικά, η είσοδος είναι

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΙΓΙΑΛΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΙΑΣ

E-mailΕκτύπωσηPDF

ΤΗΣ  ΕΛΕΝΗΣ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ & ΜΑΡΙΛΕΝΑΣ ΙΑΤΡΙΔΟΥ 
Το σχέδιο νόμου για την «οριοθέτηση, διαχείριση» και κατ’ ευφημισμόν «προστασία αιγιαλού και παραλίας», που έχει συναντήσει τη γενική ελληνική και διεθνή κατακραυγή, οδηγεί σε μη αναστρέψιμη καταστροφή το παράλιο, παραλίμνιο και παραποτάμιο φυσικό και πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας, καθώς αίρει την κατά προτεραιότητα προστασία των οικοσυστημάτων, επιτρέποντας επεμβάσεις στο ανεπανάληπτο και πολύμορφο ελληνικό τοπίο, με την ιδιαίτερη ταυτότητα της βιοποικιλότητας, της εναλλαγής και της μικροκλίμακας.
Το σχέδιο νόμου καταργεί την απρόσκοπτη κοινωνική πρόσβαση στις περιοχές που αναφέρεται και οι οποίες αποτελούν δημόσια κτήση, δηλαδή κοινόχρηστα αγαθά, προσβάσιμα σε όλους τους πολίτες.Καταργεί, δηλαδή, ένα τρόπο κοινωνικής συμβίωσης/συλλογικής αναψυχής, που έχει διαμορφωθεί σε βάθος χρόνου και αφορά τα εκατομμύρια κατοίκων της χώρας.
Το σχέδιο νόμου παραδίδει στο ιδιωτικό κεφάλαιο προς εκμετάλλευση ένα φυσικό και πολιτισμικό πόρο ανυπολόγιστης αξίας, καθώς αυτός φέρει ιδιαίτερα, μοναδικά χαρακτηριστικά, που σε αρκετές περιπτώσεις έχουν οδηγήσει στη θεσμοθέτηση περιοχών ως εξαιρετικού φυσικού κάλλους. Με την επιτρεπόμενη εντατική εκμετάλλευση, οι παράλιες, παραλίμνιες και παραποτάμιες ζώνες πρόκειται ν’ αλλοιωθούν ως προς το φυσικό τους ανάγλυφο και να δομηθούν, οδηγώντας σε απρόσωπα και καταρρέοντα πρότυπα τουριστικής ανάπτυξης, μαζικού, all inclusive, τουρισμού (Τυνησία, Ισπανία) και σε φούσκα ακινήτων, δηλαδή σε πληθωρισμό εγκαταστάσεων διαμονής και αναψυχής.

Το σχέδιο νόμου έχει συνταχθεί κατά παράβαση των άρθρων 24 και 5 του Συντάγματος και των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας για την προστασία των ακτών και του τοπίου, όπως είναι η σύμβαση της Βαρκελώνης , η οποία ισχύει ανεξαρτήτως αν έχει κυρωθεί με νόμο, και απαγορεύει τη δόμηση εντός 100 μ. παράλιας ζώνης.
Τίθεται το ερώτημα : γιατί χρειάζεται ένας νέος νόμος, όταν ο ισχύων 2971/2001 μπορεί να προστατεύει οριακά, με ορισμένες αναγκαίες προσθήκες, τον αιγιαλό και την παραλία, εφ’ όσον βέβαια εφαρμόζεται. Όπως γνωρίζουμε, όμως, η οικοδομική αυθαιρεσία, είναι εκτεταμένη και συνίσταται σε ιδιωτικά αυθαίρετα πάσης φύσεως και μεγέθους, σε κατάληψη από επιχειρηματίες τουρισμού και αναψυχής κοινοχρήστων ακτών, σε ιδιωτικές περιφράξεις παραλιών, σε νυχτερινά διασκεδαστήρια πάνω στο κύμα, σε ρύπανση υδάτινων πόρων και καταστροφή οικοσυστημάτων, κ.λπ.
Προάγγελος καταστροφικών «επενδύσεων» μαμούθ, στις οποίες η σημερινή κυβέρνηση ομνύει και τις προωθεί με το σχέδιο νόμου και τις Στρατηγικές Επενδύσεις μέσω ΤΑΙΠΕΔ, υπήρξαν οι ΠΟΤΑ (Πρότυπη Οργανωμένη Τουριστική Ανάπτυξη) στην Πύλο και στα Ιαματικά Λουτρά Κυλλήνης. Στην Πύλο ιδιωτικοποιήθηκαν τεράστιες εκτάσεις, δημιουργήθηκε μια ισομεγέθης με την πόλη κλειστή τουριστική πόλη και επλήγη ο τοπικός τουρισμός μικρής κλίμακας , ο οποίος πρέπει, επίσης, να αναπτύσσεται τηρώντας όλους τους περιβαλλοντικούς και άλλους κανόνες προστασίας.
Ο ισχύων, λοιπόν, νόμος τροποποιείται όχι για να καλυφθούν υπαρκτά κενά αλλά για να εισαχθούν δυσμενέστερες διατάξεις που επιτρέπουν μαζική κερδοσκοπική εκμετάλλευση και αποκλειστική εκμίσθωση της δημόσιας κτήσης από επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό των κινήτρων προώθησης του νομοσχεδίου ότι το εισάγει ο υπουργός Οικονομικών, ενώ αυτό πραγματεύεται θέματα που αφορούν κατά κύριο λόγο το ΥΠΕΚΑ.
Οι παραπάνω γενικές διαπιστώσεις συγκεκριμενοποιούνται στα αντίστοιχα άρθρα του σχεδίου νόμου που εξετάζονται στη συνέχεια.

18 Ιουν 2014

Συγκεντρώσεις συνταξιουχικών σωματείων την Πέμπτη-19-Ιουνίου

Σε ολόκληρη τη μνημονιακή τετραετία το επίπεδο των συντάξεων των μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων επαγγελματιών, σε όλα χωρίς εξαίρεση τα ασφαλιστικά ταμεία όπου υπάγονταν, έχει υποστεί μειώσεις με τους αλλεπάλληλους εφαρμοστικούς νόμους της τάξης του 30%. Ακόμη περισσότερο βέβαια που και οι μισθοί της ενεργού εργατικής τάξηςαποψιλώθηκαν σχεδόν κατά 40%, καταργήθηκε η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων, και οι περισσότερες κατηγορίες των ενεργών εργαζομένων οδηγούνται στη σφαίρα του μειωμένου κυβερνητικά κατώτατου μισθού του ανειδίκευτου εργάτη των 580 ευρώ. Σαν να μην έφταναν αυτά, η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, με τις υποδείξεις και τα συμπεράσματα της οποίας συμβαδίζει η κυβερνητική πολιτική ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, επιχειρεί να επιβάλλει νέα μείωση των συντάξεων και των μισθών, προκειμένου να τις οδηγήσει σε επίπεδα κυριολεκτικής εξαθλίωσης, υποπολλαπλάσια των νομίμων επιπέδων τους.
Η καινούρια μείωση των επικουρικών συντάξεων κατά 5% δεν αποτελεί παρά μια στοιχειακή εισαγωγή στην επιχείρηση κατεδάφισης των επικουρικών ταμείων, εφόσον θα εφαρμόζεται η λογική του «μηδενικού ελλείμματος» των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, με αποτέλεσμα την συνεχή μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών ανά εξάμηνο. Και το σπουδαιότερο όλων, με βάση τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ήδη ψηφισμένου μνημονιακού νόμου 3863 / 2010, προγραμματίζεται η καταβαράθρωση του συνόλου των συντάξεων στα επίπεδα των 360 ευρώ που μπορεί να εγγυηθεί το κράτος, παρόλη την καταβολή εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ασφαλιστικών εισφορών που κατέβαλαν οι εργαζόμενοι τις προηγούμενες δεκαετίες.
Επιχειρείται έτσι να εμπεδωθεί η αρχή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού του σύγχρονου καπιταλισμού, της «κοινωνικής γενοκτονίας» των στρωμάτων του πληθυσμού (που σήμερα ξεπερνούν ήδη τον Οικονομικά Ενεργό Πληθυσμό), που η σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή δεν έχει ανάγκη, και έτσι μπορούν να οδηγηθούν εκ του ασφαλούς στον Καιάδα. Ο σπαρτιατικός αυτός όλεθρος που αφορούσε τα ανάπηρα ή καχεκτικά παιδιά, σήμερα επεκτείνεται και περιλαμβάνει τρεις τεράστιες κοινωνικές κατηγορίες : τους ανέργους, την επιστημονική νεολαία, τους συνταξιούχους, την πλειοψηφία σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού. Και μάλιστα όταν καμιά από τις τρεις αυτές κατηγορίες δεν εμφανίζει χαρακτηριστικά αναπηρείας ή καχεξίας : Οι εργαζόμενοι που απωθούνται στο περιθώριο της μακρόχρονης ανεργίαςδιαθέτουν στο ακέραιο όλες τις παραγωγικές τους ικανότητες, η μορφωμένη νεολαία σφύζει από δυναμισμό ο οποίος οδηγείται στον μαρασμό της ανεργίας ή της ετεροαπασχόλησης, οι συνταξιούχοι έχουν καταναλώσει 30 και 40 χρόνια εργασίας στην διεκπεραίωση της κοινωνικής παραγωγής, του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Όλες αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες είναι πλέον «άχρηστες» για τις ανάγκες της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας και γι’ αυτό μπορούν να οδηγούνται στον κοινωνικό όλεθρο και την οικονομική καταστροφή. Οιάνεργοι με το να στερούνται του επιδόματος ανεργίας, το οποίο λαμβάνει μόνον μια μικρή μειοψηφία τους, σε επίπεδα μάλιστα του ενός – τρίτου των επιδομάτων ανεργίας των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών. Οι νέοι επιστήμονες με το να μην διαθέτουν ούτε το απειροελάχιστο εισόδημα και να στηρίζονται και μετά τα 30 τους χρόνια στην οικογενειακή υποστήριξη. Οι συνταξιούχοι με το να βλέπουν τις νόμιμες συνταξιοδοτικές τους παροχές να εξαερώνονται και να αδυνατούν να επιβιώσουν με τις προβλεπόμενες συντάξεις των 360 ευρώ.
Μια κοινωνία που αντί να αναπτύξει παραγωγικά την πλειονότητα του πληθυσμού της, αντί να προστατεύσει τις συντάξεις που είναι προϊόν δεκαετιών ασφαλιστικών εισφορών, αντί να παράγει για να καλύπτει τις λαϊκές της ανάγκες, κατατρώει τις ίδιες της τις σάρκες, προκειμένου να ορθοποδήσει το επιχειρηματικό κεφάλαιο και να αποκαταστήσει την κλονισμένη από την κρίση κερδοφορία του.          Μιας κοινωνίας υπό την νεοφιλελεύθερη κυριαρχία που θέτει την επιδίωξη του καπιταλιστικού κέρδους πάνω από τις ανάγκες και την πραγμάτωση των ανθρώπινων ζωών στον κόσμο. Όπως η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου εκκαθαρίζει μαζικά επιχειρήσεις (από τη Χαλυβουργία μέχρι την Κόκα Κόλα και από την Αλλατίνη μέχρι την Τσιμεντοβιομηχανία ο κατάλογος είναι ατελείωτος), κατά τον ίδιο τρόπο, με τη συνέργεια της μνημονιακής πολιτικής, εκκαθαρίζει και την ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η κοινωνική και πολιτική απονομιμοποίηση της κυβερνητικής εξουσίας των μνημονίων είναι περισσότερο από εμφανής, και μόνον η κρατική καταστολή και οι πρακτικές εκτροπής κατορθώνουν οριακά να παρατείνουν το βίο της. Η πανελλαδική κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των συνταξιούχων που διοργανώνεται την Πέμπτη – 19 – Ιουνίου στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της χώρας αντιπροσωπεύει την έκφραση μιας κοινωνικής κίνησης, παρόλα τα προβλήματα και τις δυσχέρειες (κατακερματισμός και πολυδιάσπαση), παράλληλα με όλες τις άλλες που πραγματοποιούνται ή μέλλεται να αναδειχθούν στο προσκήνιο (καθαρίστριες, διαθεσιμότητες και απολύσεις στο δημόσιο τομέα κλπ.), που μπορεί και αυτή να συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός κοινωνικού μετώπου προάσπισης της απασχόλησης, των μισθών των συντάξεων, των δημόσιων αγαθών. Η παλλαϊκή διεύρυνση αυτού του κοινωνικού αγωνιστικού μετώπου, και μάλιστα με τον «αέρα» που δίνει σήμερα η εκλογική πρωτοκαθεδρία της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, με το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται και που αποτελούν τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, είναι σε θέση να συντομεύσει τα μέγιστα τη ζωή της συγκυβέρνησης των μνημονίων, να επιφέρει την απομάκρυνση της κυβερνητικής μειοψηφίας, και να ανοίξει το δρόμο για την δημοκρατική και προοδευτική κατίσχυση των λαϊκών ταξικών συμφερόντων.
Του ΑΝ. ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Συγκεντρώσεις συνταξιουχικών σωματείων την 
Πέμπτη-19-Ιουνίου : Αθήνα 6.00 το απόγευμα 
στα Προπύλαια.


ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ: ΚΡΑΤΙΚΟΔΙΑΙΤΟΣ, ΜΑΦΙΟΖΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

......η αποδόμηση των κεκτημένων είναι μια συνειδητή πράξη από την άρχουσα τάξη και όχι απλά μια παράπλευρη απώλεια της κρίσης, που με το ξεπέρασμά της θα αποκατασταθούν και οι παλιές διαμεσολαβήσεις. Αυτό με τη σειρά του συμπαρασέρνει όλες τις μορφές λαϊκής εκπροσώπησης στους μηχανισμούς του συστήματος και ως εκ τούτου αποτελεί και το τέλος της “κοινωνίας των πολιτών” και των ομάδων πίεσης όπως τις ξέραμε μέχρι τώρα.
Αυτός είναι επίσης και ένας ακόμα λόγος για την απαξίωση των συνδικάτων......

15 Ιουν 2014

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥΣ ΤΑΞΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ 1974-1981

... Η εποχή μας είναι εποχή μιας νέας εργατικής και συνδικαλιστικής μεταπολίτευσης, όπου οι δυνάμεις της ταξικής ανεξαρτησίας, της αντικαπιταλιστικής, κομουνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς έχουν καθήκον να της δώσουν εκείνο το πολιτικό και ταξικό περιεχόμενο, που θα δημιουργήσει ένα παλλαϊκό ενιαίο εργατικό ταξικό μέτωπο για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε ένα ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα, ταξικό, αγωνιστικό, ανεξάρτητο, ενωτικό και νικηφόρο, που να υψώσει αποτελεσματική αντίσταση στην επίθεση του κεφαλαίου. Που θα προβάλει ξανά τα απελευθερωτικά οράματα της εργατικής τάξης συνδεδεμένα με την ταξική πάλη του σήμερα, με αναβαθμισμένο τον πολιτικό του ρόλο, ένα κίνημα, που δεν θα παραμένει στα πλαίσια των «αγώνων του κλάδου μας» ή του να «σώσουμε ό,τι σώζεται». Η εργατική τάξη δεν διαμορφώνει ταξική συνείδηση και, πολύ περισσότερο, δεν ανυψώνεται σε επαναστατική τάξη, όσο μένει εγκλωβισμένη στα στενά συντεχνιακά όρια των «δικών της», «καθαρά εργατικών», στόχων. Αυτό σημαίνει πως το εργατικό κίνημα θα πρέπει να συνδεθεί και να εκφράσει τα γενικότερα λαϊκά αιτήματα και να τα σφραγίσει με το δικό του ταξικό, αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και κατεύθυνση.

Το ταξικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της περιόδου 1974-1981 μπορεί να ηττήθηκε από τις διάφορες εκδοχές της αστικής ρεφορμιστικής διαχείρισης, αριστερής ή και σοσιαλδημοκρατικής, όμως άφησε μια αγωνιστική, ταξική παρακαταθήκη, που συνδέεται με το σήμερα, μέσα από τις τότε μεγάλες ταξικές συγκρούσεις και την εμπειρία του πώς πρέπει να νικούν οι εργατικοί αγώνες. Μια γραμμή, που, όσο και λεπτή και αδιόρατη πολλές φορές να φαίνεται, όσο και αν διακόπτεται από τις παλινωδίες και τα πισωγυρίσματα της Αριστεράς, συνδέει τους μεγάλους ταξικούς αγώνες της μεταπολίτευσης, με το ταξικό αγωνιστικό ρεύμα της εποχής μας. Το ρεύμα αυτό διαμορφώνεται κυρίως με βάση την επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, των μεσαίων αυτοαπασχολούμενων τμημάτων, της εργαζόμενης και σπουδάζουσας νεολαίας, τις γενικότερες πολιτικές εμπειρίες και αντιφάσεις τους ...


Του ΝΙΚΟΥ ΓΟΥΡΛΑ*
Στο ΓΙΩΡΓΟ ΓΡΑΨΑ
Με την λήξη των εργασιών του 35ουΣυνεδρίου της ΓΣΕΕ (Μάιος 2013) ουσιαστικά κλείνει ένας κύκλος του συνδικαλιστικού κινήματος που χαρακτηρίστηκε από την αδυναμία και την ανεπάρκεια του να ανατρέψει, ή έστω να εμποδίσει, ή να καθυστερήσει, την επίθεση της αστικής τάξης και του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, σε όλη τη γραμμή του μετώπου των δικαιωμάτων καιa των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος των τελευταίων εκατό χρόνων. Τα δυο βασικά ρεύματα του εργατικού κινήματος, αυτό της αστικής διαχείρισης, της ενσωμάτωσης και της υποταγής, αλλά και το ταξικό ρεύμα, σε όλες τις εκδοχές τους, ηττήθηκαν. Το μεν ένα στα σαλόνια του ΣΕΒ και του Μαξίμου, το δε άλλο στην πύλη της Χαλυβουργίας και του αμαξοστάσιου του ΜΕΤΡΟ. Αλλά και η άτακτη οπισθοχώρηση της ηγεσίας της ΟΛΜΕ με την αναστολή της απεργίας που αποφάσισαν οι πλέον μαζικές συνελεύσεις των καθηγητών των τελευταίων είκοσι χρόνων, αφήνουν μεγάλα ερωτηματικά για τα όρια αυτού του συνδικαλιστικού κινήματος, δημιουργώντας έντονες διεργασίες στην συνδικαλιστική αριστερά όλων των εκφάνσεων και των ρευμάτων για το παρόν και το μέλλον του ε.κ για την ανασυγκρότηση του και την αναζήτηση εκ νέου της πολιτικής και κοινωνικής προοπτικής του, αλλά και του περιεχομένου του.
Κλείνει τέλος ένας κύκλος για το συγκεκριμένο μοντέλο συνδικαλιστικής οργάνωσης, αφού η τάση της απομαζικοποίησης των συνδικάτων χρόνο με τον χρόνο συνεχώς αυξάνεται, αφού η συνδικαλιστική πυκνότητα έχει φτάσει σήμερα κάτω από 15%, όταν την δεκαετία του ΄80 προσέγγιζε το 40%, ενώ επιχειρησιακό σωματείο υπάρχει σήμερα μόνο στο 4% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Παρατηρούμε ότι, ενώ αυξάνεται αριθμητικά η εργατική τάξη , η μεγάλη πλειοψηφία των νέων εργαζομένων παραμένει εκτός συνδικάτων. Η τάση αυτή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά παγκόσμιο. Όλα αυτά βάζουν σε κρίση όλο το συνδικαλιστικό εποικοδόμημα, είναι κρίση αναπροσανατολισμού, στόχων, ιδεολογικού και πολιτικού περιεχομένου, αλλά και νέας οργανωτικής δομής των συνδικάτων.
Η μελέτη και η εξαγωγή συμπερασμάτων, καθώς και ο διάλογος, που πρέπει να αναπτυχθεί για την περίοδο, για το τι έφταιξε για την σημερινή άθλια κατάσταση του σ.κ., είναι όρος και προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος σε νέες βάσεις. Αυτό είναι πρωτίστως καθήκον, όχι απλά κάποιας πολιτικής πρωτοπορίας η κάποιων ειδικών αλλά του συνόλου της συνδικαλιστικής αριστεράς . Αναμφίβολα πολλές μελέτες έχουν γράφει από ιστορικούς, νομικούς, κοινωνιολόγους και άλλους επιστήμονες, για το εργατικό κίνημα της εποχής, πολλές από αυτές είναι αξιόλογες και από ταξική σκοπιά. Όμως θεωρούμε απαραίτητο, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, ιδιαίτερα της ταξικής πτέρυγας, του εργατικού κινήματος να συμβάλουν σε αυτές τις απαντήσεις, που είναι αναγκαίες, όχι μόνο για την ιστορική καταγραφή, αλλά και για το ίδιο το μέλλον του ταξικού εργατικού κινήματος.
Η πρώτη οικονομική κρίση και οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις της περιόδου
Η πτώση της χούντας τον Ιούλιο του ‘74 βρίσκει την οικονομία να παρουσιάζει ήδη τα πρώτα σημάδια ύφεσης, λόγω της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, που είχε ξεσπάσει στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, αν και η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας, η ναυτιλία και ο τομέας κατασκευών, εξακολουθεί, να παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη. Το οικονομικό μεταπολεμικό θαύμα της Ελλάδας εμφανίζει τα πρώτα σημάδια στασιμότητας, ενώ οι δείκτες του πληθωρισμού χρόνο με τον χρόνο ανεβαίνουν. Υπάρχει πτώση των ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ, ενώ στους επιμέρους τομείς, ιδιαίτερα στον βιομηχανικό,αρχίζουν και εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια πτώσης της παραγωγής και των επενδύσεων σε αυτούς. Έχουμε, τέλος, πτώση και των δημοσίων επενδύσεων, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια μόνιμης ανεργίας, που μέχρι τότε

13 Ιουν 2014

Χρυσή Αυγή: Έργα και ημέρες πίσω από το «αντισυστημικό» προσωπείο


Του Νίκου Μπογιόπουλου

Ας δούμε, λοιπόν, τι ρόλο παίζει η Χρυσή Αυγή. Τι σόι πράμα είναι. Όχι από άποψη αισθητικής. Αυτό το είδαμε (ξανά) χτες στη Βουλή. Όχι από άποψη εγκληματική. Αυτό το προσδιορίζει ο ναζιστικός χαρακτήρας της. Αυτό το γνωρίζουμε ήδη από τα προ 15ετίας πεπραγμένα τους στα δικαστήρια της Ευελπίδων με την δολοφονική επίθεση κατά του φοιτητή, τότε, Κουσουρή. Το γνωρίζουμε από τα πεπραγμένα τους στο Κερατσίνι, στα Πετράλωνα, στις γειτονιές της Αθήνας με τους μαχαιρωμένους μετανάστες.


Πάμε να δούμε τον πολιτικό της χαρακτήρα από την πιο κρίσιμη πλευρά: Από την πλευρά των οικονομικών, των πολιτικών και κοινωνικών συμφερόντων που εκπροσωπεί. Η Χρυσή Αυγή αυτοπροβάλλεται σαν «αντισυστημική». Καθόλου πρωτότυπο. Ανάμεσα στις άλλες ιδιότητες του φασισμού και του ναζισμού είναι να παριστάνει τον «αντισυστημικό», την ώρα που είναι το πιο πιστό σκυλάκι και το πιο σιχαμερό φιδάκι στην υπηρεσία του συστήματος.

Πίσω από την «αντισυστημική» μάσκα του φασισμού και του ναζισμού, πίσω από τα μούσκουλα του χρυσαυγίτικου υποκόσμου, κρύβονται οι πιο δουλικές «υπηρετριούλες» του συστήματος. Να μερικές τέτοιες «υπηρεσίες»: 

Πρώτο: Στις 3 Αυγούστου 2012 ήρθε στη Βουλή η πρόταση για την σύγκληση της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων ώστε να διερευνηθεί το σκάνδαλο της παραχώρησης της Αγροτικής Τράπεζας. Υπήρξε ένα μόνο κόμμα της αντιπολίτευσης που με την αρνητική ψήφο του μπλόκαρε την διερεύνηση της υπόθεσης. Ήταν η Χρυσή Αυγή. Αλήθεια πως γίνεται ένα «αντισυστημικό κόμμα να κάνει πλάτες σε τραπεζικά «ντίλ» που ζημιώνουν τον ελληνικό λαό; Τι έχει να πει γι’ αυτό το τραπεζικό πόρταλ «BankingNews» το οποίο συχνά πυκνά φιλοξενεί διθυράμβους για την Χρυσή Αυγή;…

Δεύτερο: Στις 14 Φλεβάρη 2012 συζητήθηκε στη Βουλή η τροπολογία που αφορούσε στοξεπούλημα ακόμα και νησιών και βραχονησίδων. Μετά από ένα λόγο όλο πάθος υπέρ των «ασφαλιστικών δικλείδων» που τάχα εξασφαλίζονταν παρά το ξεπούλημα των νησιών, ο Παναγιώταρος ψήφισε υπέρ της τροπολογίας! Τόσο… «πατριώτες». Μιάμιση ώρα αργότερα και μετά το σάλο από το «ξεβράκωμα», οι χρυσαυγίτες είπαν ότι είχαν κάνει λάθος. Τόσο «ρόμπες»…

Ιδού το λογύδριο με το οποίο ο «πατριώτης» χρυσαυγίτης τάχθηκε υπέρ της τροπολογίας που ξεπουλούσε νησιά και βραχονησίδες. Λίγη ώρα αργότερα είπαν ότι υπερψήφισαν… κατά «λάθος»!

Τρίτο: Στις 19 Σεπτέμβρη 2012 τέθηκε στη Βουλή το αίτημα του ιδρύματος Λάτση να υπάρξει συντήρηση του μουσείου του με δημόσιο χρήμα. Η «αντισυστημική» Χρυσή Αυγή, πάλι δια στόματος Παναγιώταρου, έσπευσε να γλύψει τον επιχειρηματία, να φανεί γαλαντόμα, επιδαψιλεύοντας ύμνους στον όμιλο για την «προσφορά» του και μιλώντας με ευγνωμοσύνη για τον «έναν εκ των πλουσιοτέρων ανθρώπων της γης»…

Τέταρτο: Στις 5 Νοέμβρη 2012 η κυβέρνηση Σαμαρά προωθούσε το μεσοπρόθεσμο. Αλλά η έγνοια των χρυσαυγιτών δεν ήταν τα μέτρα δισεκατομμυρίων εις βάρος του λαού. Ήταν να απαλλαγούν κάποιοι εφοπλιστές (ποιοι άραγε;) από την «έκτατη εισφορά» του αστείου ποσού των 80 εκ. ευρώ:«Ο κλάδος της ναυτιλίας έχει στηρίξει την ελληνική οικονομία κατά το παρελθόν, εσείς πάλι συμβάλλετε καθοριστικά στην καταστροφή του», εξανίστατο ο Γερμενής – «Καιάδας» στη Βουλή. Όσο για τον Παναγιώταρο, απειλούσε για λογαριασμό κάποιων εφοπλιστών (ποιών άραγε;) ότι αν φορολογηθούν θα φύγουν… Έλεγε στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής: «(...) βλέπουμε στον προϋπολογισμό που λέτε ότι από φορολόγηση των πλοίων υπό ελληνική σημαία θα αποκομίσουμε 80 εκ. ευρώ... το πιο εύκολο που θα κάνουν οι έλληνες πλοιοκτήτες είναι να αλλάξουν τη σημαία (...)». Όσο για τον Μάρτη του 2013, οι ναζί, με ερώτησή τους, στη Βουλή, υπό τον τίτλο «Λύση στη χρηματοδότηση των ναυτιλιακών εταιρειών» καλούσαν τους υπουργούς Οικονομικών και Ναυτιλίας να απαντήσουν:«Με ποιον τρόπο προτίθενται να στηρίξουν τις ναυτιλιακές εταιρείες;». Εδώ, πέρα από το γλείψιμο στον εφοπλιστικό κόσμο, αξίζει να θυμίσουμε ότι δεν πάει πολύς καιρός που στον διεθνή Τύπο υπήρξαν δημοσιεύματα ότι το ναζιστικό μόρφωμα χρηματοδοτείται απευθείας από κάποια λόμπυ του εξωτερικού. Χαρακτηριστικά, η βρετανική εφημερίδα «Guardian» σε εκτενές άρθρο της για τους εν Ελλάδι νεοναζί, επισήμανε μεταξύ άλλων ότι: «Εν μέσω φημών για υποστήριξη από πλούσιους εφοπλιστές, κατάφερε να ανοίξει γραφεία του κόμματος (σ.σ. Χρυσή Αυγή) σε όλη την Ελλάδα»...

Πέμπτο: Στις 20 Δεκέμβρη 2012, στη συζήτηση σύστασης εξεταστικής επιτροπής για τη«λίστα Λαγκάρντ», η Χρυσή Αυγή ψήφισε «όχι»! Λίγη ώρα αργότερα, και μετά το ξεμπρόστιασμα, ο χρυσαυγίτης βουλευτής Αρβανίτης, ισχυρίστηκε (και αυτός) ότι είχε ψηφίσει αρνητικά κατά … «λάθος».

Έκτο: Στις 11 Νοέμβρη 2012, όταν τέθηκε στη Βουλή το θέμα της μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών, οι χρυσαυγίτες τινάχτηκαν από τη θέση τους σαν να επρόκειτο για ντίλερ ΝΑΤΟικών όπλων: «(…) να μην περικοπεί έστω κι ένα ευρώ από την άμυνα», ωρυόταν ο χρυσαυγίτης Ζησιμόπουλος. Τι όμως εννοούν όταν λένε «άμυνα»; Το εξήγησε ο νυν ευρωβουλευτή της Χρυσής Αυγής, ο στρατηγός (διατελέσας και επιτελάρχης του ΝΑΤΟ)Γ.Επιτήδειος, σε προεκλογική του συνέντευξη. Στην ερώτηση «πιστεύετε ότι η παραμονή μας στο ΝΑΤΟ εξυπηρετεί το έθνος;», έδωσε την ακόλουθη «αντισυστημική» απάντηση:«Βεβαίως. Άλλωστε εάν δεν το εξυπηρετούσε δε θα γινόμασταν μέλος του(…).Εφόσον είμαστε μέλος μια συμμαχίας οφείλουμε να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις που έχουμε απέναντι στα πλαίσια της συμμαχίας αυτής. Εάν αυτό δε συμβεί δεν εξυπηρετούνται τα εθνικά μας συμφέροντα». Το «έθνος» και το ΝΑΤΟ αποτελούν ένα πράγμα, λοιπόν, για τους… «αντισυστημικούς» χρυσαυγίτες

Έβδομο: Τόσο «ελληναράδες» και «αντισυστημικοί» που είναι οι ναζιστές έχουν φτάσει στο σημείο να συγκροτούν δουλεμπορικά για να εξασφαλίζουν φτηνό εργατικό «κρέας» στους μεγαλοεπιχειρηματίες. Πίσω από τον χρυσαυγίτικο «ΟΑΕΔ», τον αποκαλούμενο «Όμιλο Ανεύρεσης Εργασίας Δοκιμαζόμενων Ελλήνων» που έχουν συστήσει, βρίσκεται ο μηχανισμός υλοποίησης της... πρότασης που είχε καταθέσει ο χρυσαυγίτης βουλευτής με το προσωνύμιο «Καιάδας» το Νοέμβρη του 2012 στη Βουλή. : «... όσον αφορά τους ανέργους που επιδοτεί ο ΟΑΕΔ -είχε πει-, αυτοί να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε θέσεις του δημοσίου τομέα, προκειμένου να μειωθεί το κόστος λειτουργίας του». Η... πρότασή τους, δε, οδηγεί στη δημιουργία ενός εργατικού δυναμικού που θα δουλεύει οκτώ και παραπάνω ώρες τη μέρα, χωρίς ένσημα, με μόλις 14,4 ευρώ τη μέρα! Κάτω δηλαδή κι από την αμοιβή των μεταναστών στην Μανωλάδα!

Όγδοο: Μεγάλη είναι η αγωνία των χρυσαυγιτών προς την αναξιοπαθούσα τάξη των καπιταλιστών. Γράφουν, για παράδειγμα, οι χρυσαυγίτες στην ιστοσελίδα τους: «Το φορολογικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ευνοϊκό απέναντι στις επιχειρήσεις (...) οι επιχειρήσεις είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ότι το κράτος τις πολεμά, παρεμποδίζοντας τη λειτουργία τους, μέσα από τον φορολογικό νόμο (...)». Φυσικά όταν λένε «επιχειρήσεις» δεν μιλούν για τον «εμποράκο». Η πρεμούρα τους έχει να κάνει με τη φορολόγηση των επιχειρήσεων του μεγάλου κεφαλαίου. Εκεί γλείφουν. Γι' αυτό στη Βουλή ζητούν συνεχώς νέα κίνητρα, φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις για τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Όπως τον Απρίλη του 2013, που με ερώτησή τους στη Βουλή ζητούσαν από την κυβέρνηση να διαμορφώσει «στρατηγική για ενίσχυση των ελληνικών αεροπορικών εταιρειών...». Των ιδιωτικών -εννοείται-αεροπορικών εταιρειών... Κάπως έτσι φτάσαμε να αναπαράγονται σε ιστολόγια («moneyPro.gr») κείμενα υπό τον τίτλο «Τάση υπέρ της Χρυσής Αυγής στον ΣΕΒ;», όπου αναγραφόταν: «(...) μερίδα επιχειρηματιών του ΣΕΒ, κυρίως πιο μεσαίων σε δυναμική και νέων ηλικιακά, φέρονται να βλέπουν με άλλο μάτι το ακροδεξιό κόμμα (...). Πιστεύουν πως η Χρυσή Αυγή περιόρισε κατά πολύ τον αριστερό-αναρχικό ακτιβισμό (...). Πιέζουν για να υπάρξουν δίαυλοι επικοινωνίας με την άκρα Δεξιά. Διαύλους που ήδη ο Εμπορικός Σύλλογος της Αθήνας (σ.σ. οι μεγαλέμποροι) διατηρεί με το κόμμα». Να αληθεύουν όλα αυτά;

Ένατο: Τι κρύβεται πίσω από τα λεγόμενα της Χρυσής Αυγής για την «κακούργα» την ΕΕ; Μας το εξηγεί πάλι ο ευρωβουλευτής της (στην ίδια συνέντευξη): «Είμαι υπέρ της Ε.Ε. Για την ευρωπαϊκή ένωση ισχύει αυτό που είχε πει ο Αμερικάνος Άρθουρ Κέσλερ: "Όσες κηλίδες και αν έχει ο ήλιος είναι προτιμότερος από το σκοτάδι".(…) Η χώρα μας (…) έχει ανάγκη να συμμετέχει σε διεθνείς οργανισμούς και ενώσεις όπως το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε». Τόσο… ηλιόλουστη η «αντισυστημικότητά τους»… 

Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί φυσικά η αλλεργία και ο τραμπουκισμός της Χρυσής Αυγής απέναντι σε κάθε εργατική διεκδίκηση, σε κάθε κοινωνικό αγώνα: Από την απεργία των εργαζόμενων στη Χαλυβουργία για την οποία στις 20 Ιουλίου 2012 εξέδωσαν ανακοίνωση ενάντια στους χαλυβουργούς μέχρι την απεργία των εργαζομένων στο Αριστοτέλειο, τον Νοέμβριο του 2012, όταν οι πρώτοι που εξέδωσαν ανακοίνωση ζητώντας από τους εισαγγελείς να παρέμβουν κατά των εργαζόμενων ήταν οι νεοναζί.

Γνωστές, επίσης, είναι τόσο οι ύβρεις τους ενάντια στους εργαζόμενους – απολυμένους της ΕΡΤ, όσο και οι τελευταίες καταγγελίες των καθαριστριών ότι κατά τη διάρκεια τους αγώνα τους απειλούνται από χρυσαυγίτες…

Πασίγνωστοι, δε, είναι και για το μένος τους ενάντια στους εργάτες. Τέτοιους έβαλαν στο στόχαστρο με την δολοφονική επίθεσή τους κατά των συνδικαλιστών του ΚΚΕ στο Πέραμα.

Ο χρυσαυγίτης Παππάς σε νεαρή ναζιστική ηλικία. Μετά, όμως (όπως είπε χτες σε μια ακόμα επίδειξη «λεβεντιάς») μεγάλωσε. Όσο βέβαια κι αν την κρύβει την ηλικία του (την ναζιστική), είναι πρόδηλο ότι μεγάλωσε κι αυτή μαζί του…
Αυτή είναι η «αντισυστημικότητα» της Χρυσής Αυγής. Αυτή είναι άλλωστε η «αντισυστημικότητα» του ίδιου του ναζισμού: «Ο εθνικοσοσιαλισμός απελευθέρωσε τον γερμανό εργάτη από τη μέγγενη ενός δόγματος (σ.σ. του κομμουνιστικού δόγματος) που ήταν βασικά εχθρικό τόσο για τον εργοδότη όσο και για τον εργαζόμενο. Ο Αδόλφος Χίτλερ επέστρεψε τον εργάτη στο έθνος του. Τον μετέτρεψε σε πειθαρχημένο στρατιώτη της εργασίας και συνεπώς σύντροφό μας (σ.σ. σύντροφο των βιομηχάνων)»!

Τούτος ο ύμνος στον Χίτλερ και στο ναζισμό, που μετέτρεψε τον εργάτη σε «πειθαρχημένο στρατιώτη της εργασίας» και σε «σύντροφο» των βιομηχάνων, εκφωνήθηκε από τον κύριο Κρουπ. Τον επικεφαλής της γνωστής πολυεθνικής και πρόεδρο των Γερμανών βιομηχάνων, σε ομιλία του στις 26 Γενάρη 1934.

Η ατράνταχτη αυτή ομολογία (περιλαμβάνεται στα Πρακτικά Δικών της Νυρεμβέργης, τόμος 1, κεφάλαιο VIII) ότι η καπιταλιστική βαρβαρότητα είναι η τροφός του ναζισμού, ότι τα μονοπώλια και μερίδα του κεφαλαίου είναι οι προαγωγοί του φασισμού, με τα «Τάγματα Εφόδου» του οποίου, όταν τους «χρειάζονται», εξασφαλίζουν «ησυχία», «πειθαρχία», «υπακοή» και πολλά, πάρα πολλά κέρδη, διατηρεί αυτούσια την αξία της.

Πηγή:enikos

10 Ιουν 2014

Oι αόρατοι άνθρωποι. Απεικονίσεις της εργατικής τάξης στα ΜΜΕ

Μαριάννα Τζιαντζή










































«...Ξάφνου το εργοστάσιο σφυρίζει. Πηγαίνουμε μπρος στην πόρτα και περιμέ­νουμε. Με το σφύριγμα η αυλή γιομίζει γυναίκες και άντρες. [...] Αλλά τι χάλια! Χωρίς άλλο θα είναι από τα κατώτατα στρώματα της φτώχειας. Όλων των ηλι­κιών, φορούν σχεδόν κουρέλια. Μαθαίνομε πως δουλεύουν δεκάωρο, ότι παίρνουν 30 δραχμές την ημέρα και ότι πιάνουν δουλειά στις 7 το πρωί»1.
Ο τόπος είναι το «κοκκαλάδικο Κροντηρά» στο Ρουφ, ένα εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται χτένια, σαπούνια τουαλέτας, κόλλες και άλλα προϊόντα από την επεξεργασία οστών. Ο χρόνος είναι τα μέσα της δεκαετίας του "30 ενώ ο άνθρωπος που πήρε το τραμ 4 και στήθηκε στην πύλη του εργοστασίου είναι η Γαλάτεια Κα­ζαντζάκη, που τότε έκανε μια σειρά ρεπορτάζ για τους «Αθλίους των Αθηνών» τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αριστερή εφημερίδα Ελευθέρα Γνώμη, που η έκδοση της διακόπηκε από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Μέχρι να φτάσει στο εργο­στάσιο, η Καζαντζάκη περνά από τα ταμπάκικα, τη συνοικία των βυρσοδεψείων:
«Αλλά τι είναι αυτή η δυσωδία που κυριαρχεί στον αέρα; Γιατί βρωμά έτσι αυτός ο τόπος; Μια δυσωδία ανοιχτού οχετού διάχυτη. Αλλά και τι λάσπες! Παντού λιμνάζοντα βρωμόνερα. Από τη βροχή τη χτεσινή, λέω καθώς προχω­ρώ. Ομολογώ πως νιώθω κάποια ανησυχία αόριστη. Παραείναι άγριο το τοπίο. Έπειτα ένα τρένο σφυρίζει τόσο μελαγχολικά κάπου μακριά. Και τα σκυλιά τ' άγρια που γαβγίζουν μέσα από τις κλεισμένες πόρτες! [...] Τι κόλαση είναι αυτή! Πώς μπορούν κι αναπνέουν αυτόν τον αέρα, πώς αντέχουν σ' αυτή την αποσύν­θεση που τους περιβάλλει;»
Ένας εργάτης στο κοκκαλάδικο στέλνει μια επιστολή στην εφημερίδα, όπου περιγράφει με ψυχρή ακρίβεια και με λεπτομέρειες τις συνθήκες και το είδος της εργασίας: «Πώς να μάθη τα βάσανα μας ο έξω κόσμος και ποιος θα ξεσκεπάσει τα κακουργήματα αυτά που γίνονται εις βάρος του εργαζόμενου λαού; Αλλά κι αν ακόμα σας άφηναν να μπήτε στο εργοστάσιο δεν θα βλέπατε τίποτα. Θα έσβυναν τα φώτα των τμημάτων του εργοστασίου που μας βασανίζουν κι έτσι δεν θα βλέπατε τίποτα...»
Σχολιάζοντας την επιστολή, η Γαλάτεια Καζαντζάκη ξεσπά: «Και ερωτούμε: Πού βρισκόμαστε; Σε ποια σκοτεινή εποχή βαρβαρότητας, όπου τα θηριώδη έν­στικτα ωρισμενων τυράννων και τα φριχτά τους κακουργήματα εις βάρος των σκλάβων τους μας μετέδωσε η ιστορία; Και πώς το κράτος το Ελληνικό αφήνει και γίνονται παρόμοια αίσχη εις βάρος του στοιχειώδους ανθρωπισμού κάτω από τη μύτη του; [...] Πού είναι οι επιθεωρητές εργασίας; Πού είναι οι υπηρεσίες οι εντεταλμένες να παρακολουθούν τα εργοστάσια;»
Χωρίς να θέλω να μειώσω την ευαισθησία και τη δύναμη της πένας της συγ­γραφέως, έχω την εντύπωση ότι η επιστολή του εργάτη είναι πολύ πιο συγκλονι­στική, λέει πολύ περισσότερα από όσα μπόρεσε η Γαλάτεια Καζαντζάκη να δει. (Αντίστοιχα, η επιστολή ενός ανώνυμου αξιωματικού του στρατού ξηράς, που αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο τις παραμονές του Πάσχα του 2013, είναι πολύ πιο δυνατή και διαφωτιστική από δεκάδες καλογραμμένα ρεπορτάζ για τη σύγχρο­νη φτώχεια2.) Ωστόσο, εκείνη η επιστολή του ανώνυμου εργάτη δε θα έφτανε στο φως αν μια θαρραλέα γυναίκα δεν έκανε ό,τι πολλοί ομότεχνοι της δε διανοού­νται -τότε και τώρα- να κάνουν: να πάει εκεί. Εκεί όπου «παραείναι άγριο το το­πίο». Μόνο που τότε, προπολεμικά, τα σημάδια της αγριότητας ήταν διακριτά: τα κουρελιασμένα ρούχα, οι τρώγλες, οι ανοιχτοί οχετοί. Σήμερα η αγριότητα είναι πιο καμουφλαρισμένη, ενώ ο φόβος τη συντηρεί και συγκαλύπτει την αγριότητα.
Μια συγγραφέας πρώτης γραμμής, λοιπόν, γίνεται ρεπόρτερ, «κατεβαίνει» στα χαμηλά, προσπαθεί να ακουμπήσει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων και μια εφημερίδα γράφει για τους κολασμένους της αττικής γης. Σήμερα, αν εξαι­ρέσουμε τον Ριζοσπάστη, τις εφημερίδες και κάποια περιοδικά της αριστεράς ή κάποιες μεμονωμένες δημοσιογραφικές έρευνες και ρεπορτάζ στην Εφημερίδα των Συντακτών, την παλιά Ελευθεροτυπία και πολύ σπάνια σε επαρχιακές εφη­μερίδες, ο υπαρκτός κόσμος της εργασίας λάμπει διά της απουσίας του από τον γραπτό Τύπο.
Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Στις δύο πρώτες δεκαετίες του περασμέ­νου αιώνα, στη μακρινή Αμερική, εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες διάβαζαν στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Κάνσας Appeal to Reason εξαιρετικά κείμενα για την εκμετάλλευση και την κοινωνική ανισότητα με την υπογραφή προσωπι­κοτήτων όπως ήταν ο Τζακ Λόντον, ο Απτον Σίνκλερ, η Χέλεν Κέλερ, η Μαίρη «Μάδερ» Τζόουνς, ο Γιουτζίν Ντεμπς.
Ο Τζον Ριντ δεν είχε μόνο την τύχη να δει με τα ίδια του τα μάτια την Οκτω­βριανή Επανάσταση και να γράψει γι' αυτήν στις Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο. Τρία χρόνια νωρίτερα, το 1914, σε ηλικία 27 ετών, βρέθηκε στην πρώ­τη γραμμή της πιο σκληρής και βίαιης μάχης στην ιστορία των ΗΠΑ «ανάμεσα στους εργάτες και τους βιομηχάνους», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Χάου-αρντ Ζιν3, στη «Σφαγή του Λαντλόου». Και στο περίφημο κείμενο του «Ο πό­λεμος του Κολοράντο»4, που δημοσιεύτηκε τότε στο Metropolitan Magazine, πε­ριγράφει την εξέγερση των ανθρακωρύχων που πνίγηκε στο αίμα και μιλά με θαυμασμό για τον ηγέτη τους, τον Έλληνα μετανάστη Λούη Τίκα, που έχασε τη ζωή του καθώς τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Ίσως σήμερα τίποτα να μην ξέραμε για τον Λούη Τίκα, αν δεν ήταν ο Ριντ. (Πρέπει να ξέρουμε ποιος ήταν ο Λούης Τίκας; Ίσως το «πρέπει» ηχεί αλαζονικό και διδακτικό. Εδώ ταιριάζει το ερώτημα αν «αξίζει» να τον ξέρουμε, όπως και το αν αξίζει να ξέρουμε ποιος ήταν ο Γιάννης Σαλάς. Πάντως, αυτόν τον τελευταίο ο Γιώργος Σεφέρης μάλ­λον τον ήξερε και ας μη διασταυρώθηκαν ποτέ οι δρόμοι τους, ενώ ο Μανόλης Αναγνωστάκης όχι απλώς τον ήξερε, αλλά είχε παραδεχτεί ότι ο αγωνιστής αυ­τός τον σφράγισε. Κλείνει η παρέκβαση.)
Σήμερα το εργατικό ρεπορτάζ έχει εξαφανιστεί ή έχει συρρικνωθεί στην Ελ­λάδα και σε όλο τον κόσμο ενώ οι «δυνατές υπογραφές», οι επιτυχημένοι δημο­σιογράφοι, σπάνια «κατεβαίνουν» στα σύγχρονα Ρουφ και, όταν κατεβαίνουν, βρίσκουν τα φώτα σβηστά.
Η κατάσταση στον Τύπο
Η περιορισμένη ενασχόληση του Τύπου με τη ζωή και τους συλλογικούς ή και ατομικούς αγώνες της εργατικής τάξης δεν οφείλεται στην απάθεια, στην έλλει­ψη ευαισθησίας των δημοσιογράφων, αλλά συνδέεται αφενός με τη δημοκρα­τία, την ελευθερία που επικρατεί στα μιντιακά συγκροτήματα και αφετέρου με τα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα και ιδεολογήματα της εποχής. Περιορισμέ­νη, στην Ελλάδα και αλλού, όχι μόνο σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά και σε σύγκριση με τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που συντελούνται στη θέση της εργα­τικής τάξης σήμερα.
Ο βαθμός ελευθερίας των δημοσιογράφων φαίνεται από το γεγονός ότι όταν κηρύσσεται μια απεργία στον Τύπο, ούτε στα κανάλια ούτε στις εφημερίδες δεν εμφανίζεται κάποιο ειδησάκι που να εξηγεί, έστω και περιληπτικά, τους λόγους της απεργίας. Μόνο κάποιοι αρθρογράφοι έχουν την ελευθερία ή μάλλον το ελεύθερο να μιλούν για τις ολέθριες συνέπειες των απεργιών των δημοσιογρά­φων στην ενημέρωση ή για την «απεργομανία» των σωματείων του Τύπου.
Μια φορά κι έναν καιρό, ακόμα και στον αστικό Τύπο υπήρχε το λεγόμενο εργατικό ρεπορτάζ. Ένας δημοσιογράφος του «ελεύθερου», όπως αποκαλείται ένα από τα έξι κύρια τμήματα που συνήθως έχει μια εφημερίδα (τα άλλα πέντε είναι: πολιτικό, διεθνές, οικονομικό, πολιτιστικό) κάλυπτε αποκλειστικά ό,τι εί­χε σχέση με τα εργατικά θέματα: νομοθεσία, συνδικάτα, συλλογικές συμβάσεις, απεργίες, κινητοποιήσεις κ.λπ.
Μαζί με το «τέλος της εργασίας» (όπως την ξέραμε), μαζί με την καπιταλιστι­κή ανασυγκρότηση που ξεκίνησε στη δεκαετία του '80, ήρθε και το τέλος ή μάλ­λον η αρχή του τέλους του εργατικού ρεπορτάζ, όπως το ξέραμε. Στα χρόνια του θατσερισμού και του ριγκανισμού πολλές δημοσιογραφικές πρακτικές άλλα­ξαν. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν έγκυροι μελετητές στη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Στον ελληνικό Τύπο, τα θέματα που έχουν σχέση με την εργασία καλύ­πτονται συνήθως από το οικονομικό τμήμα, από τον υπεύθυνο για το υπουργείο Εργασίας, ενώ ο δημοσιογράφος που κάνει επιτόπιο ρεπορτάζ στους χώρους ερ­γασίας και καλύπτει τη δραστηριότητα των συνδικάτων απλώς δεν υπάρχει, έχει εξαφανιστεί ή το κάνει ευκαιριακά.
Και μόνο οι λέξεις «εργατική τάξη» φέρνει αλλεργία στους αρχισυντάκτες. Μυρίζει λαϊκισμό, ναφθαλίνη, καθυστέρηση ή γραφικότητες του τύπου «βασι­λικό και ασβέστη». Επισήμως, υπάρχουν οι εργαζόμενοι, υπάρχουν οι άνεργοι, υπάρχουν οι άνεργοι νέοι (πώς να τους παραβλέψεις με πάνω από 60% νεανι­κή ανεργία;), υπάρχουν οι μετανάστες, υπάρχουν πάνω απ' όλα οι «φτωχοί». Υπάρχουν, βέβαια, και οι ιστορίες «ανθρώπινου ενδιαφέροντος» που συνδέο­νται με τη φτώχεια, την ανεργία και την κρίση, όχι όμως με τους αγώνες ενάντια στη φτώχεια, την ανεργία και την κρίση. Η δημοσιογραφική κάλυψη αυτών των αγώνων συνήθως γίνεται μόνο από τη σκοπιά της «απίστευτης ταλαιπωρίας» του κοινωνικού συνόλου - ας θυμηθούμε τους φετινούς οδυρμούς για το ενδε­χόμενο απεργίας των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης στη διάρκεια των πανελ­λήνιων εξετάσεων. Η ενασχόληση με τα πραγματικά αίτια των κινητοποιήσεων αποκτά τη ρετσινιά του «λαϊκισμού», τη στιγμή που η στοιχειώδης δημοσιογρα­φική δεοντολογία απαιτεί να δίνεται ο λόγος και στην «άλλη πλευρά».
Γενικά, για τα περισσότερα Μέσα οι εργαζόμενοι δεν έχουν φωνή και πρό­σωπο. Είναι οι αόρατοι άνθρωποι, ενώ κάποιες κατηγορίες τους (π.χ., οι «ενοι­κιαζόμενοι») είναι πιο αόρατοι από τους αόρατους, μερικές φορές ακόμα και για τα μεγάλα συνδικάτα. Υπάρχουν μόνο όταν με τις απεργίες τους «ταλαιπω­ρούν» τους πολίτες, τους μαθητές, τους γονείς, τους εκδρομείς κ.λπ. ή θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Οι ιστορίες που έχουν σχέση με το χώρο και το είδος της εργασίας τους δεν έχουν θέση στα ΜΜΕ. Μερικές φορές, οι ιστορίες αυτές κυκλοφορούν στόμα με στόμα, όπως συνέβαινε με τους μεσαιωνικούς θρύλους και με τις λαϊκές παραδόσεις για λάμιες και «βρουκόλακες». Ιστορίες για εργα­ζόμενους που πρέπει να πάρουν ειδική κάρτα για να πάνε στην τουαλέτα, ενώ χρονομετρείται ο χρόνος παραμονής τους εκεί. Ιστορίες για εργαζόμενους σε κατάστημα εστίασης που κλειδώθηκαν από τον εργοδότη μέσα στο κατάστημα για να το καθαρίσουν και αναγκάστηκαν να διανυκτερεύουν εκεί, αφού πρώτα του παρέδωσαν τα κινητά τους για να μην ειδοποιήσουν τους δικούς τους. Ο ερ­γοδότης τους, ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας σουβλατζίδικων, σε μια μεγάλη πόλη, εκνευρίστηκε επειδή οι υπάλληλοι του καθυστερούσαν να τακτοποιήσουν και να καθαρίσουν, κι έτσι τους κλείδωσε για σωφρονισμό, έχοντας προηγουμένως βγάλει το σταθερό τηλέφωνο από την πρίζα και παίρνοντας το μαζί του.
Όπως το θύμα βιασμού και οι συγγενείς του συχνά αποσιωπά, καταπίνει την ντροπή του, έτσι και τα θύματα του εργασιακού βιασμού σωπαίνουν - και όχι μόνο επειδή δεν βρίσκουν βήμα να καταγγείλουν το τι τραβάνε. Αιτία της σι­ωπής τους δεν είναι ο κοινωνικός στιγματισμός, αλλά ο φόβος. Κυκλοφορεί η φήμη ότι ο ιδιοκτήτης του καταστήματος έχει δεσμούς με τη Χρυσή Αυγή και, επομένως, η καταγγελία της συμπεριφοράς του θα οδηγούσε σε αντίποινα. Το εξωφρενικό δεν είναι το κλείδωμα -άλλοι εργοδότες έχουν κάνει πολύ χειρό­τερα- αλλά η σιωπή που υπαγορεύεται από το φόβο. Και αν αυτά συμβαίνουν στην καρδιά της πόλης (και έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι πράγ­ματι συμβαίνουν), γιατί θα πρέπει να μας εκπλήττουν τα όσα έγιναν στον κάμπο της Ηλείας, όταν μπράβοι των παραγωγών πυροβόλησαν στο ψαχνό τους εργά­τες της φράουλας που ζητούσαν τα δεδουλευμένα τους;
Χιλιάδες είναι οι αιτήσεις που δέχονται οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ για λίγες θέσεις τετραωρίτη υπαλλήλου και με αμοιβή 255 ευρώ το μήνα για τους κάτω των 25 ετών και 268 ευρώ (και στις δύο περιπτώσεις μεικτά). Πολλοί από τους αι­τούντες είναι overqualified. με πανεπιστημιακές σπουδές, ξένες γλώσσες και με­ταπτυχιακό. Το γεγονός ότι όχι απλώς είναι πρόθυμοι αλλά επιδιώκουν, λαχτα­ρούν να εργαστούν για τόσα λίγα χρήματα διαψεύδει τον διαδεδομένο μύθο για τους Έλληνες που δεν πηγαίνουν να μαζέψουν τις φράουλες, τις ελιές ή τα ρο­δάκινα και προτιμούν να περνούν τη μέρα τους πίνοντας φραπέ στην καφετέρια με το χαρτζιλίκι του μπαμπά. Είναι αλήθεια ότι κάποτε Ιόχρονα παιδιά δούλευ­αν στην οικοδομή ή στο χωράφι, έπιαναν την πέτρα και την έστυβαν, όπως είναι αλήθεια ότι οι προγιαγιάδες μας έπλεναν τα ρούχα στο ποτάμι, όμως οι καιροί αλλάζουν. Αλλες οι αντοχές και η κουλτούρα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, άλλες της σημερινής οικογένειας (και όχι μόνο των κακομαθημένων, τάχα μαλ­θακών παιδιών).
Η απαξίωση του συνδικαλισμού
Με εξαίρεση τον δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η συμ­μετοχή στα συνδικάτα διαρκώς μειώνεται, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλ­λες χώρες. Ταυτόχρονα με την αριθμητική δύναμη των σωματείων, μειώνεται η πολιτική τους δύναμη όπως και η κοινωνική τους απήχηση, ένα φαινόμενο που αντανακλάται στα ΜΜΕ και, ταυτόχρονα, επιταχύνεται από τα ΜΜΕ.
«Απολύτως φασιστική» χαρακτήρισε την ΠΟΣΠΕΡΤ (Πανελλήνια Ομοσπον­δία Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας-Τηλεόρασης) γνωστός φιλόσοφος και αρθρογράφος σε κείμενο του με αφορμή την κρίση στην ΕΡΤ5. Δεν διευκρινίζεται αν ο χαρακτηρισμός αφορά την ηγεσία της ΠΟΣΠΕΡΤ ή και τα μέλη της, δηλ. όλους τους εργαζόμενους στην ΕΡΤ, όμως δεν είναι η πρώτη φορά που ο συνδικαλισμός εμφανίζεται σαν συνώνυμο της διαφθοράς, της συ­ναλλαγής, του βολέματος. Με στεναγμούς ανακούφισης και ιαχές θριάμβου θα δέχονταν πολλοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης την κατάργηση του. Οταν οι «επώνυμοι» συκοφαντούν όχι απλώς μια ομοσπονδία αλλά τον ίδιο το συνδικα­λισμό, είναι φυσικό να γιγαντώνεται η κτηνωδία, η ανθρωποφαγία των ανωνύ­μων.
Ασφαλώς δεν είναι όλες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες άγιες. Για κάποιους, ιδί­ως από το χώρο του παλιού ΠΑΣΟΚ, ο συνδικαλισμός στάθηκε το εφαλτήριο για την είσοδο τους στη Βουλή και για πολιτική καριέρα. Οι κατά καιρούς πρό­εδροι της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ είναι ένα είδος «σελέμπριτι»: γι' αυτούς ανοί­γουν διάπλατα τα παράθυρα των τηλεοπτικών εκπομπών, ενώ οι δηλώσεις τους βρίσκουν πάντα μια θεσούλα στην ειδησεογραφία. Ωστόσο, είναι πολύ περισσό­τεροι εκείνοι που πλήρωσαν με απόλυση ακόμα και την εγγραφή τους στο πρω­τοβάθμιο σωματείο και τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ή την απόπειρα τους να ιδρύσουν σωματείο στο χώρο εργασίας τους.
Συχνά διαβάζουμε και ακούμε για «Τρίμηδες, Φωτόπουλους, Μπαλασόπου-λους, Καλφαγιάννηδες», όπως παλαιότερα διαβάζαμε και ακούγαμε για «Σταμουλοκολλάδες». Όποιος ασχολείται με το συνδικαλισμό, αυτόματα χαρακτη­ρίζεται εργατοπατέρας, εκπρόσωπος ενός είδους της εποχής των δεινοσαύρων και όχι ενός κλάδου. Πίσω από τους Καλφαγιάννηδες δεν υπάρχουν οι χιλιάδες εργαζόμενοι της ΕΡΤ, αλλά συντεχνιακά συμφέροντα, υπάρχουν βολεμένοι που αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για να μην τα χάσουν.
Είναι αυτονόητο ότι ο συνδικαλισμός είναι στοιχείο όχι μόνο της ταξικής πά­λης, αλλά και της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Η συκοφάντηση και η συρ­ρίκνωση του είναι σημάδια αυταρχισμού, είναι οργανικά στοιχεία του αχαλί­νωτου, επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Αν στα χρόνια των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων πολλοί έλεγαν «σε τυλίγουν σε μια κόλλα χαρτί», σή­μερα οι μαχόμενοι συνδικαλιστές ανακαλύπτουν ότι «σε τυλίγουν σε μια δικα­στική απόφαση» και σε κατατάσσουν στην κατηγορία των επίορκων υπαλλή­λων, δηλαδή σε στέλνουν κατευθείαν στη διαθεσιμότητα και την απόλυση. Αυτό συνέβη φέτος, στις 31 Μαρτίου, όταν τρεις συνδικαλιστές του κλάδου της τοπι­κής αυτοδιοίκησης καταδικάστηκαν από το Β' Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών σε εξάμηνη φυλάκιση επειδή συμπαραστάθηκαν, με την απλή παρου­σία τους, στον απεργιακό αγώνα των συναδέλφων τους του Δήμου Νέου Ηρα­κλείου Αττικής το 20076.
Ταξική θέση δημοσιογράφων
Στα χρόνια του λάιφστάιλ και της χρηματιστηριακής ευδαιμονίας οι δημοσιο­γράφοι ή μάλλον μια αρκετά πλατιά κατηγορία τους ήταν τα χαϊδεμένα παι­διά του συστήματος. Όχι τόσο λόγω του υψηλού μισθού τους, αλλά επειδή εί­χαν τη δυνατότητα να συναναστρέφονται -αν και όχι σαν ίσοι προς ίσους- τους ισχυρούς και τους «επώνυμους». Πληρωμένα ταξίδια στο εξωτερικό, γεύματα εργασίας σε ακριβά εστιατόρια, πρωτοχρονιάτικα δωράκια. Μια ψευδαίσθηση γκλαμουριάς που όμως ζάλιζε αρκετούς. Χάρη στις πολιτικές γνωριμίες, δηλ. με τη μεσολάβηση του γνωστού του γνωστού- πολλοί ήταν «πιο ίσοι από τους ίσους». Π.χ., στο στρατό υπηρετούσαν στις καλύτερες θέσεις ή είχαν τη δυνα­τότητα να σβήσουν μια κλήση από την τροχαία. Επιπλέον, δεν ήταν λίγοι αυτοί που, παράλληλα με την εργασία τους στην εφημερίδα ή το κανάλι, αποκτούσαν μια δεύτερη εργασία σε κάποιο υπουργείο, τράπεζα ή δημόσιο οργανισμό, κάτι που τους εξασφάλιζε όχι μόνο διπλό μισθό αλλά και διπλή σύνταξη... Αυτά τα προνόμια δεν ήταν βέβαια για όλους, όμως δεν είναι λίγοι αυτοί που τα απήλαυσαν ενώ κάποιοι τα απολαμβάνουν ακόμα.
Ωστόσο εδώ και λίγα χρόνια το οικοδόμημα ίων ΜΜΕ συγκλονίζεται συθέ­μελα. Δημοσιογράφοι φίρμες, λαμπερές τηλεπερσόνες βρέθηκαν στα αζήτητα, ενώ η επίσημη ανεργία στον κλάδο ξεπερνά το 30%. Χιλιάδες οι απολύσεις, τε­ράστιες οι περικοπές. Πολλοί δημοσιογράφοι είδαν το εισόδημα τους να μειώνε­ται ακόμα και κάτω από το 50%, ενώ εκατοντάδες είναι εκείνοι που εργάζονται με μπλοκάκι ή με μαύρα. Ιδίως σε πολλά ειδησεογραφικά σάιτ, ο μισθός είναι 200 ή 300 ευρώ το μήνα ή και μηδέν ευρώ, ενώ δόλωμα είναι η υπόσχεση ότι θα εισπράττουν ποσοστά από τη διαφήμιση.
Το 2006 παρουσιάστηκε στον Guardian1 μια έρευνα για το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Από τους 100 πιο γνωστούς Βρετανούς δημοσιογράφους, το 54% εί­ναι απόφοιτοι ιδιωτικών σχολείων (όπου σπουδάζει μόνο το 7% του μαθητικού πληθυσμού), ενώ το 1989 η αναλογία ήταν 49%. Οι περισσότεροι δημοσιογρά­φοι με πανεπιστημιακό πτυχίο (89 στους 100) έχουν φοιτήσει στην Οξφόρδη και στο Κέμπριτζ, γεγονός που δείχνει ότι όλο και πιο δύσκολα οι νέοι από πιο χα­μηλά κοινωνικά στρώματα μπορούν να σταδιοδρομήσουν ως δημοσιογράφοι. Οι πετυχημένοι δημοσιογράφοι που τελείωσαν το δημόσιο σχολείο (όπου φοι­τούν οι 9 στους 10 Άγγλους μαθητές) μετριούνται στα δάχτυλα. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας, ενώ κάποτε στα δημοσιογραφικά γραφεία ίσχυε κάποια αξιοκρατία, σήμερα η άτυπη πρακτική των προσλήψεων στη βιομηχα­νία των ΜΜΕ ευνοεί εκείνους που η οικογένεια τους ανήκει στις ελίτ. Όχι μόνο γιατί λόγω γνωριμιών έχουν ευκολότερη πρόσβαση αλλά και γιατί οι νεοπροσληφθέντες μπορούν πιο εύκολα να επιβιώνουν με τους χαμηλούς μισθούς και τη μεγάλη ανασφάλεια που επικρατούν στο χώρο του Τύπου, ιδίως για τις πιο νεαρές ηλικίες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η τελευταία μεγάλη έρευνα για το ίδιο θέμα, που έγινε το 1996, έδειξε ότι το 89% των δημοσιογράφων των εφημερίδων είχαν τε­λειώσει το κολέγιο, την ίδια εποχή που μόνο το 27% του συνολικού πληθυσμού είχε σπουδάσει τέσσερα ή περισσότερα χρόνια στο κολέγιο.
Στην Ελλάδα δεν έχει διεξαχθεί κάποια παρόμοια έρευνα για την ταξική προέλευση των δημοσιογράφων. Πάντως, εμπειρικά μπορούμε να πούμε ότι τα στεγανά δεν είναι τόσο αυστηρά. Το κύμα της φλογερής πολιτικοποίησης της νεολαίας, που σηκώθηκε στις δύο πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, έφερε ή ξέβρασε στα δημοσιογραφικά γραφεία πολλούς ανήσυχους και συχνά ταλα­ντούχους νέους που προέρχονταν από την Αριστερά, που είχαν περάσει από το Ριζοσπάστη ή τον Οδηγητή. Κάποιοι παρέμειναν αριστεροί (στην έξω ή στη μέ­σα καρδιά τους), ενώ άλλοι όχι απλώς συμβιβάστηκαν αλλά ξεπέρασαν σε αντι-κομμουνισμό ή μάλλον σε αντιλαϊκότητα και αντεργατικότητα τους παλιούς πο­λιτικούς αντιπάλους τους. Πολλοί αποδίδουν αυτό το ελληνικό φαινόμενο στη μεταπολεμική πολιτιστική ηγεμονία της Αριστεράς και στα συμπλέγματα των νι­κητών του Εμφυλίου, δηλ. της δεξιάς, μια ερμηνεία που σήμερα βολεύει σαν άλ­λοθι για τη νεοσυντηρητική επίθεση που επιχειρείται στο χώρο της κουλτούρας, της παιδείας και φυσικά των ΜΜΕ. «Κομμουνιστικό όργανο», ήταν, σύμφωνα με τον Θόδωρο Πάγκαλο, η ΕΡΤ που «κομμούνιζε από το πρωί ώς το βράδυ μέχρι αηδίας», όπως δήλωσε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στις αρχές Ιου­λίου8. Επίσης και ο Αντώνης Σαμαράς, στην ομιλία του στο 9ο Συνέδριο της Νέ­ας Δημοκρατίας, στις 28 Ιουλίου, ισχυρίστηκε ότι ναι μεν η Δεξιά και η Αριστε­ρά διόριζαν δικούς τους στην ΕΡΤ, όμως κυρίως διόριζαν αριστερούς9. Αυτή η χοντροκομμένη διαστρέβλωση της πραγματικότητας δεν είναι απλώς έκφραση δεξιού ή ακροδεξιού φανατισμού, αλλά δείχνει ότι σήμερα το σύστημα δεν ανέ­χεται ούτε καν τους «αριστερούς μαϊντανούς», ούτε την ελάχιστη (και συνήθως ανώδυνη) δόση αριστερού λόγου ή γραφής σαν άλλοθι πολυφωνίας. Η παρουσί­αση της δραστηριότητας των αριστερών κοινοβουλευτικών κομμάτων ή προσω­πικοτήτων είναι ανεκτή, θεωρείται ένδειξη ισορροπίας και αμεροληψίας, όμως ό,τι έχει σχέση με το εργατικό και το ευρύτερο λαϊκό κίνημα πρέπει να συκοφα­ντηθεί ή να αποσιωπηθεί.
Το φαινόμενο της δημιουργίας μιας δημοσιογραφικής ελίτ, το οποίο παρα­τηρείται και στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, έχει σχέση και με την ταξική μυω­πία, με τον τρόπο που οι δημοσιογράφοι «βλέπουν» τους εργαζόμενους, τη ζωή και τους αγώνες τους.
Ωστόσο, τα τελευταία τρία χρόνια οι γραμμές αυτής της ελίτ (που εξάλλου πάντα ήταν μειοψηφία) αραιώνουν. Οι δημοσιογράφοι, πλην μετρημένων εξαι­ρέσεων, δεν είναι πια τα χαϊδεμένα παιδιά, αλλά επισφαλείς εργαζόμενοι που ξέρουν ότι εύκολα μπορεί να τα χάσουν όλα. Θα έλεγε κανείς πως η απότομη επιδείνωση της επαγγελματικής και οικονομικής θέσης τους θα οδηγούσε στη ριζοσπαστικοποίησή τους και στην ταύτιση τους με τον κόσμο της εργασίας. Όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον σε μαζική κλίμακα, όχι μόνο γιατί «άλλοι κρατάνε τα κλειδιά», αλλά και γιατί ο φόβος της απώλειας του πενιχρού μισθού συχνά οδηγεί στην ταύτιση με τα συμφέροντα των εργοδοτών. Εξάλλου, είναι γνωστό πως όποιος απολύεται από ένα «μαγαζί» απολύεται από όλα, κα­θώς ελάχιστες έως μηδενικές είναι οι πιθανότητες να προσληφθεί κάπου αλλού.
Συχνά, όταν αναφερόμαστε σε κάποιο μέλος της δημοσιογραφικής ελίτ, λέμε ότι «ο Τάδε ζει στην κοσμάρα του», όμως αυτή η πρόχειρη, η αυθόρμητη αντί­δραση δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Οι επιτυχημένοι εκπρόσωποι του δημο­σιογραφικού κλάδου, είτε είχαν εύπορους γονείς είτε είναι αυτοδημιούργητοι, μπορεί να μη ζουν σε βίλες με πισίνες, να μην έχουν κότερο ή σπίτι στη Μύκονο, όμως οι περισσότεροι στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο και αργότερα στο εξωτερικό για σπουδές, έχουν άριστη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καλή διατροφή, καθώς και τη δυνατότητα να απολαμβάνουν πολιτιστικά προϊόντα τα οποία ούτε τολμούν να ονειρευτούν οι χιλιάδες πληβείοι στο χώρο του Τύ­που. Μπορεί το επίπεδο ζωής τους να μην έχει σχέση με τη λεγόμενη «επιδεικτι­κή κατανάλωση» (conspicious consumption) ή την ευτέλεια του λάίφστάιλ, όμως απέχει αιώνες φωτός από την καθημερινότητα των πολλών. Και όταν κατοικείς σε ένα βελούδινο μκρόκοσμο, εύκολα ξεχνάς την ύπαρξη του μεγάλου σκληρού κόσμου, δύσκολα μπορείς να ταυτιστείς με εκείνους που κατοικούν, που ασφυ­κτιούν έξω από τη μικρή αυτή γυάλα.
Στη δεκαετία του '90 μια πολιτικός με αριστερή προέλευση (αλλά όχι κατά­ληξη) ρωτήθηκε σε μια συνέντευξη πόσα ξοδεύει κάθε μήνα. «Όσα και οι φίλοι μου», απάντησε με ειλικρίνεια, χωρίς να διευκρινίσει σε ποια τάξη ανήκουν οι φίλοι της. Αυτό που υπονοεί η συγκεκριμένη απάντηση είναι: «δύσκολα θα μπο­ρούσα να είμαι φίλη με κάποιον που ζει με το ένα δέκατο των χρημάτων που ξοδεύω εγώ». Και όχι απλώς «να είμαι φίλη», αλλά να γνωρίζω, να αναγνωρί­ζω αυτόν τον κάποιο. Πολλοί δημοσιογράφοι, που δεν θεωρούν τον εαυτό τους προνομιούχο, θα μπορούσαν να δώσουν μια παρόμοια απάντηση.
Δημοσιότητα πληρωμένη με αίμα
Τα σκάγια που δέχτηκαν οι ξένοι εργάτες γης στη Μανωλάδα, όπως και το βι-τριόλι που έσκαψε το λαιμό και το πρόσωπο της Κωνσταντίνος Κούνεβα, ήταν η αιτία που τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν με συμπόνια στα παραπήγματα του ηλειακού κάμπου και στις μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας στις εταιρείες που αναλαμβάνουν εργολαβικά τον καθαρισμό των δημόσιων χώρων, όπως είναι οι σταθμοί των τρένων, τα νοσοκομεία, τα κτίρια των ΔΕΚΟ.
Στις 19 Δεκεμβρίου του 2010, ημέρα Κυριακή, ένας 44χρονος Αιγύπτιος, ενώ καθάριζε τα τζάμια σε ένα κτίριο του υπουργείου Εργασίας στην οδό Κοραή, έπεσε από τον τρίτο όροφο και σκοτώθηκε. Η είδηση παρέμεινε για πολλές μέ­ρες στα αζήτητα, αφού ακολούθησαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και ένας τέτοιος άχαρος θάνατος δεν ταιριάζει στη χαρούμενη ατμόσφαιρα των ημερών. Η είδηση εμφανίστηκε πρώτα στο Διαδίκτυο, ύστερα στις εφημερίδες, μετά από τη σχετική ανακοίνωση του σωματείου καθαριστών και την ερώτηση βουλευτή του Συνασπισμού στη Βουλή. Τρίτη και καταϊδρωμένη ασχολήθηκε με το θέμα η τηλεόραση, δέκα ημέρες μετά το συμβάν.
Είδηση δεν είναι μόνο το ίδιο το θανατηφόρο ατύχημα, η έλλειψη μέτρων ασφαλείας, το γεγονός ότι από το 2008 ο Αιγύπτιος εργαζόταν ανασφάλιστος, η καθυστέρηση στην έκδοση σχετικής ανακοίνωσης από το υπουργείο, οι αντι­δράσεις των πολιτικών κομμάτων, της ΓΣΕΕ κ.λπ. αλλά και η καθυστέρηση στη δημοσιοποίηση της είδησης. Ο νεκρός βρισκόταν στα αζήτητα, όχι του νεκρο­τομείου, αλλά της ενημέρωσης, βρισκόταν στα ανεπιθύμητα της ίδιας της κοι­νωνίας.
Με λίγα λόγια, οι εργαζόμενοι υπάρχουν για τα ΜΜΕ όταν αυτοκτονούν (και όσο πιο θεαματικές και μαζικές οι αυτοκτονίες, τόσο περισσότερες οι πιθα­νότητες να φτάσει στα κανάλια και στις εφημερίδες) ή όταν μια περιπέτεια τους θυμίζει κινηματογραφική ταινία (όπως συνέβη με τους 33 μεταλλωρύχους στη Χιλή που παρέμειναν 69 ημέρες εγκλωβισμένοι περίπου 700 μέτρα κάτω από τη γη) ή όταν γίνονται αντικείμενο φιλανθρωπίας και επιδεικτικής ευαισθησίας, όταν γίνονται οι «καημένοι», οι «κακόμοιροι», οι «ανυπεράσπιστοι. Επιπλέον, είναι πολύ πιο εύκολο για τις μεγάλες εφημερίδες και κανάλια να ασχοληθούν με το δράμα των εργαζομένων σε χώρες μακρινές κι εξωτικές παρά με τα βά­σανα και τους ευτελισμούς που δέχονται οι εργαζόμενοι στη δική μας χώρα. Η εγχώρια εργατική τάξη συνήθως είναι αόρατη για τα μάτια του Τύπου και «ο κόσμος της είναι ένας κόσμος τον οποίο αγνοούμε, όπως αγνοούμε, π.χ., τους χωρικούς του Σουρινάμ», λέει ένας πολυβραβευμένος Αμερικανός δημοσιογρά­φος, ο Αντονι Ντε Πάλμα. «Είναι θλιβερό να συγκρίνουμε την εργατική τάξη της χώρας μας με τους χωρικούς του Σουρινάμ», παραδέχεται, «όμως και οι δύο μάς είναι σχεδόν εξίσου άγνωστοι».
Υπάρχει και μια άλλη, συμπληρωματική ερμηνεία για την υποτίμηση των εργατικών θεμάτων, ιδίως στο χάρτινο Τύπο. Η συρρίκνωση της κυκλοφορίας τους. ένα φαινόμενο που είχε αρχίσει και πριν ξεσπάει η οικονομική κρίση, οδη­γεί σε όλο μεγαλύτερη εξάρτηση τους από τα διαφημιστικά έσοδα. Οι εφημερί­δες ευρείας κυκλοφορίας και πολλά περιοδικά δεν απευθύνονται πλέον στο «γε­νικό αναγνωστικό κοινό», που ένα τμήμα του είναι και η εργατική τάξη, αλλά σε εκείνα τα στρώματα που το εισόδημα τους τους επιτρέπει να αγοράσουν τα προ­ϊόντα που διαφημίζονται στις σελίδες τους. Δεν απευθύνονται στους δημιουρ­γούς του πλούτου, αλλά στους καταναλωτές του, όπως έχει εύστοχα επισημαν­θεί. Ακόμα και όταν παρουσιάζουν θέματα που έχουν σχέση με τους φτωχούς ή τους μετανάστες, αυτά «είναι γραμμένα λες και οι μετανάστες είναι ο "άλλος" και όχι η κοινότητα στην οποία απευθύνεται η εφημερίδα», έχει πει η Αμερικα­νίδα δημοσιογράφος Kari Lydersen, που έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί με τη θέση των ισπανόφωνων μεταναστών. Ο ίδιος εξηγεί ότι οι εφημερίδες κυρίως απευθύνο­νται στη μορφωμένη μεσαία και ανώτερη τάξη, που συνήθως κατοικεί στα προ­άστια και ενδιαφέρεται για τα θέματα που έχουν σχέση με τη δική της κοινότητα και την αφορούν άμεσα.
Η εργατική τάξη στην τηλεοπτική μυθοπλασία
Μόνο ένας αφελής θα υποστήριζε ότι τα σίριαλ δεν συμβάλλουν τη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης των εργαζομένων, όπως γενικά συμβάλλουν οι ψυ­χαγωγικές της συνήθειες. Επίσης θα ήταν αφελές να υποστηρίξουμε ότι οι εργα­ζόμενοι θέλουν να διαβάζουν ή να βλέπουν «μόνο» εργατικά θέματα ή να παρα­κολουθούν σειρές μυθοπλασίας με ήρωες που να προέρχονται από την τιμημένη εργατιά, σαν και αυτούς που υποδυόταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, το «παιδί του λαού», στις ταινίες του '60. Κάθε άλλο. Οι πρίγκιπες και οι πριγκιπέσες πάντα έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στη λαϊκή μυθολογία. Ωστόσο, αυτό που παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης δεν είναι τόσο το τι επιλέγουν να δουν οι εργαζόμενοι στην τηλεόραση, αλλά το τι στερούνται, το τι χάνουν, το πώς φτωχαίνει η κοινωνική τους ζωή όταν καθηλώνονται τρεις-τέσσερις ή και περισσότερες ώρες την ημέρα μπροστά στην τηλεόραση, όχι πά­ντα από ανάγκη αλλά επειδή οι άλλες ψυχαγωγικές επιλογές, ακόμα και ο καφές στην πλατεία, είναι οικονομικά απαγορευμένες.
Η απεικόνιση των εργαζομένων στα σίριαλ θα μπορούσε να ήταν το αντικείμε­νο ενός ξεχωριστού κειμένου. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι η εργατική τά­ξη δεν είναι εξαφανισμένη, ενώ στα λιγοστά ελληνικά σίριαλ της τελευταίας διετί­ας η κρίση είναι παρούσα καθώς πολλοί χαρακτήρες είναι άνεργοι, ξεσπιτωμένοι, υποαπασχολούμενοι. Σημασία όμως δεν έχει το πόσο δυναμική και έντονη είναι η παρουσία των εργαζομένων στο πάνθεον των τηλεοπτικών ηρώων: αυτό που με­τράει είναι ο σεβασμός, η χάρη, η ευφυΐα, η αισθητική με την οποία απεικονίζεται η ζωή της εργατικής τάξης. Συχνά τα «λαϊκά παιδιά» εμφανίζονται σαν καρικα­τούρες, μιλούν σαν «τα παλιόπαιδα, τ' ατίθασα» του Νίκου Τσιφόρου και ελάχι­στα θυμίζουν τους ανθρώπους που συναντάμε στην καθημερινή ζωή. Και αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη σεναριογραφικού ή υποκριτικού ταλέντου, όσο στην έλλειψη παράδοσης. Μιας παράδοσης λαϊκότητας -και όχι λαϊκισμού- και ρεα­λισμού η οποία είναι διακριτή σε πολλά τηλεοπτικά, κινηματογραφικά, θεατρικά και λογοτεχνικά προϊόντα χωρών όπως η Βρετανία ή και οι Ηνωμένες Πολιτεί­ες. Λαμπρά τηλεοπτικά δείγματα αυτής της παράδοσης είναι το τηλεοπτικό The Office ή το Επειγόντως τη μαμή, όπου το σύγχρονο προλεταριάτο, οι υπάλληλοι γραφείου, τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα απεικονίζονται με χιούμορ και ευαισθη­σία, σαν «κανονικοί» άνθρωποι και όχι σαν εξωτικά ζωάκια.
Η χρυσή εποχή των εργατολόγων
Σήμερα η εργατική τάξη δέχεται την πιο σφοδρή επίθεση στα μεταπολεμικά χρο­νικά. Ο μύθος της κοινωνικής ανόδου έχει καταρρεύσει θεαματικά, ενώ επι­ταχύνεται η φτωχοποίηση των μικρομεσαίων στρωμάτων που στις δύο-τρεις προηγούμενες δεκαετίες είχαν πολύ υψηλότερο εισόδημα. Ωστόσο, η ραγδαία φτωχοποίηση συνυπάρχει με τον κοινωνικό αυτοματισμό, με τη συστηματική προσπάθεια κατακερματισμού των εργατικών αγώνων και διεκδικήσεων. Η καλλιέργεια της αμοιβαίας καχυποψίας έως και της εχθρότητας ανάμεσα σε δι­άφορες επαγγελματικές κατηγορίες και κλάδους δεν ασκείται μόνο από τα κόμ­ματα εξουσίας, αλλά και από πολλούς, δημοσιογράφους και δημόσιους διανο­ούμενους. Το τι κάνει και τι μπορεί να κάνει η αριστερά και γενικά ο αριστερός Τύπος ή και η λεγόμενη δημοσιογραφία των πολιτών για να αντιστρέψει αυτή την υπαρκτή τάση είναι αντικείμενο μιας μεγάλης, δύσκολης αλλά και αναγκαί­ας συζήτησης.
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καταργήθηκαν με τον πιο βάναυσο τρό­πο, η αποζημίωση λόγω απόλυσης συρρικνώθηκε, οι απολύσεις απελευθερώνο­νται όλο και περισσότερο, ενώ οι επιθεωρητές εργασίας είναι ελάχιστοι σε σχέση με τους χώρους που πρέπει να καλύψουν, γεγονός που σημαίνει ότι τα περιθώ­ρια εργοδοτικής αυθαιρεσίας διευρύνονται. Το κοινωνικό κράτος διαλύεται και η στρατιά των κολασμένων της γης πυκνώνει. Όλα αυτά δεν μπορούν να απο­σιωπηθούν εντελώς από τα ΜΜΕ, όμως τις περισσότερες φορές η αφήγηση γί­νεται από τη σκοπιά των «απέξω», των «από πάνω», των τεχνοκρατών ή των ει­δικών, όχι όμως «των κάτω». Οι κάτω βάζουν το συναίσθημα τους, το δάκρυ τους... οι πάνω βάζουν το μυαλό και τις αναλύσεις τους.
Νέες λέξεις που σχετίζονται με την εργασία εισβάλλουν τα τελευταία χρό­νια στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Συχνά δεν κατανοούμε πλήρως το νόημα
τους, όμως διαισθανόμαστε ότι αντιπροσωπεύουν έναν ευτελισμό ή μια απειλή: stagers, εργαζόμενοι φτωχοί, νεόπτωχοι, ωφελημένοι, κινητικότητα, διαθεσιμό­τητα, μετενέργεια, πλεονάζοντες, εφεδρεία, οριζόντιες περικοπές, ξαφνικός θά­νατος κ.ά. Το έργο της αποκωδικοποίησης αυτών των εννοιών αναλαμβάνουν, συνήθως μέσω της τηλεόρασης, πανεπιστημιακοί που έχουν ειδικευθεί στο ερ­γατικό δίκαιο ή δημοσιογράφοι που μας κάνουν λιανά το τι σημαίνουν τα νέα μέτρα και διατάξεις. Με τις τηλεοπτικές εμφανίσεις, την αρθογραφία και τις συ­νεντεύξεις τους, καθηγητές όπως ο Αρις Καζάκος, ο Αλέξης Μητρόπουλος, ο Σάββας Ρομπόλης κ.ά. έχουν προσφέρει πολλά στη διαφώτιση του κοινού, όμως αυτή η πολύτιμη προσφορά δεν υποκαθιστά την ανάγκη ύπαρξης αυτοτελούς και επιτόπιου εργατικού ρεπορτάζ. Συνήθως, στα κανάλια και στις εφημερίδες το λόγο δεν τον έχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ή οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι τους, αλλά οι ειδικοί στην εργατική αριθμητική και νομοθεσία. Απ' αυτή την άποψη, ο Γιώργος Αυτιάς είναι ο τηλεοπτικός ιππότης των απόμαχων της εργασίας ή εκείνων που πλησιάζουν στην ηλικία της συνταξιοδότησης. Ο Τζον Ριντ άκου­σε το σφύριγμα από τις σφαίρες που χτύπησαν πισώπλατα και θανάτωσαν τον Λούη Τίκα, είδε τα πτώματα των απανθρακωμένων παιδιών και γυναικών που δολοφόνησαν οι άνδρες της Εθνοφυλακής και οι μπράβοι των αφεντικών των ανθρακωρυχείων του Κολοράντο, όμως αυτοί που ασχολούνται σήμερα με τα εργατικά θέματα, ανεξάρτητα από την επαγγελματικότητα και την ευσυνειδη­σία τους, παραμένουν άκαπνοι και ατσαλάκωτοι στο στούντιο ή στο γραφείο της εφημερίδας τους.10 Και πάλι πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχουν λίγες τι­μητικές εξαιρέσεις.
Undercover ρεπόρτερ: τι είναι αυτό;
Πολύ γνωστός είναι στην Ελλάδα ο Γερμανός δημοσιογράφος Γκίντερ Βάλραφ. που μεταμφιέστηκε σε Τούρκο εργάτη για να μάθει πώς ζουν οι άνθρωποι στην απέναντι όχθη. Τα όσα είδε αποτυπώθηκαν στο θρυλικό βιβλίο του Στο περιθώ­ριο (Στάχυ, 1986)", ενώ αργότερα, για να γράψει το βιβλίο του για το σύγχρονο γερμανικό θαύμα, δεν υποδύθηκε απλώς τον άστεγο, αλλά έζησε σαν άστεγος, γυρεύοντας καταφύγιο σε διάφορους ξενώνες στη Γερμανία. Πρόκειται για την ερευνητική βιωματική δημοσιογραφία που δεν απαιτεί μόνο κότσια, πείσμα και σωματική αντοχή, αλλά κι έναν εκδότη πρόθυμο να την ενθαρρύνει και να τη χρηματοδοτήσει. Ακόμα και στη σύγχρονη μητρόπολη του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, το είδος αυτό δεν έχει εξαφανιστεί, αλλά γίνεται όλο και πιο σπάνιο.
Λιγότερο γνωστή από τον Βάλραφ είναι στην Ελλάδα η Αμερικανίδα συγ­γραφέας και δημοσιογράφος Barbara Ehrenreich, με διδακτορικό στη μοριακή βι­ολογία, που για να γράψει το βιβλίο της Nickel and Dimed: On (not) getting by in America (2001), έκανε ό,τι και ο Βάλραφ, δηλαδή προσπάθησε να ζήσει ή μάλλον να επιβιώσει κάνοντας επί τρεις μήνες -με διαλείμματα- εργασίες που αμείβο­νταν με το κατώτατο ωρομίσθιο, δηλ. 6-7 δολάρια την ώρα: καμαριέρα, καθαρί­στρια, σερβιτόρα, πωλήτρια και ζώντας αποκλειστικά με το μισθό της στη Φλό­ριντα, το Μέιν και τη Μινεσότα. Και μάλιστα, δεν ήταν πιτσιρίκα, αλλά κόντευε τα 60. Το ενδιαφέρον είναι ότι το πρόπλασμα του βιβλίου ήταν ένα μεγάλης έκτασης ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε το 1999 στο κάθε άλλο παρά προλεταρια­κό περιοδικό Harper ϊ12.Στην εισαγωγή της στο βιβλίο, η Ehrenreich αναφέρει ότι στη διάρκεια ενός γεύματος με τον εκδότη του περιοδικού, τον Lewis Η. Lapham, η συζήτηση στράφηκε στο πώς μπορεί κανείς να ζήσει με τον κατώτατο μισθό. Εκείνη θυμήθηκε εκείνο «το παλιομοδίτικο είδος δημοσιογραφίας» και είπε ότι κάποιος πρέπει να το κάνει. Ο εκδότης της χαμογέλασε και της είπε: «Εσύ».
Σήμερα η Ehrenreich δεν θα μπορούσε να κάνει το ίδιο, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν πρόθυμοι εκδότες, αλλά γιατί, όπως η ίδια εξηγεί, δεν υπάρχουνε δουλειές, ιδίως για μια μεσόκοπη ανειδίκευτη γυναίκα.
Στην Ελλάδα αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός. Οι έρευνες αυτές απαιτούν χρόνο και χρήμα, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις τα κανάλια και οι εφημε­ρίδες προτιμούν να ακολουθούν το νόμο της αρπαχτής, της ταχύτητας, της ευ­κολίας, της με κάθε τρόπο μείωσης του δικού τους «εργατικού κόστους». Έτσι. λιγοστές είναι οι δημοσιογραφικές εκπομπές έρευνας ή τα αναλυτικά ρεπορτάζ γύρω από την κατάσταση της εργατικής τάξης είτε των Ελλήνων είτε μετανα­στών. Λιγοστά αλλά πολύτιμα καθώς δείχνουν ότι το δυναμικό υπάρχει, ότι το δημοσιογραφικό πνεύμα είναι πρόθυμο... όμως κάποιες άλλες προϋποθέσεις εί­ναι ασθενείς.

Σημειώσεις
1. Βασίλης I. Τζανακάρης, Τότε που ξημέρωνε σκοτάδι, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2005. σελ.225-230.
2. ΗΐΙρ://Ινχ5.§Γ/ηενν8/ελλάδα/αυτοκτόνησε-υπολοχαγός-εξαιτίας-των-οικονομικών-δυσκολιώ\'
3. Χάουαρντ Ζιν, Ιστορία τον λαού των Ηνωμένων Πολιτειών, μετ. Θεόδωρος Καλύβας, εκδ. Αιώρα, 2008, σελ. 393.
4. Τζον Ριντ, Επιλογή από το έργο του, μετ. Ρούλα Βερβενιώτου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σελ.118-162.
5. Χρήστος Γιανναράς, «Η ΕΡΤ ξεγύμνωσε την πολιτική υποκρισία», Καθημερινή. 30.6.2013.
6. Βλ. τη σχετική ανακοίνωση της ΠΟΕ-ΟΤΑ στο http://left.gr/news/poe-ota-gia-tin-katadiki-trion-syndikaliston-den-mas-tromokratoyn
http://www.enet.gr/?i=news.el .article&id=236714
7. Owen Gibson, «Most leading journalists went to private school, says study», Guardian. 15.6.2006.
πηγή: ΟΥΤΟΠΙΑ, τεύχος 105, Αφιέρωμα για την εργατική τάξη