5 Νοε 2013

Συνδικάτα. Εργατοπατερισμός, η χρόνια ασθένεια του συνδικαλισμού

Τον λοιδόρησαν οι κοσμικοί, τον υπονόμευσαν οι γραφειοκράτες, τον υποτίμησαν οι κεφαλαιοκράτες, τον αξιοποίησαν για πάρτη τους τα κόμματα εξουσίας, τον αντιμετωπίζουν με δυσπιστία οι εργαζόμενοι - παλιοί και νέοι, τον καταγέλασαν οι κυβερνήσεις που τον καλούν ως συνομιλητή στο τραπέζι μόνον όταν έχει τελειώσει το γεύμα. Αλλά, αν ο συνδικαλισμός είναι χαμένη υπόθεση, γιατί οι εργοδότες επιμένουν να οργανώνονται σε ενώσεις και επιμελητήρια;
Πάρ' το απόφαση, βρε Στράτο, να γραφτείς στο συνδικάτο!» Ο στίχος που ο Φώντας Λάδης έγραψε μέσα στο αγωνιστικό κλίμα της Μεταπολίτευσης φέρνει στη μνήμη ξεθωριασμένες φωτογραφίες από εργατικές Πρωτομαγιές, άντρες με μισάνοιχτα πουκάμισα, μουστάκια και φαβορίτες, γυναίκες με εμπριμέ φορέματα, και τον Ρίτσο να απαγγέλλει από την εξέδρα της ΓΣΕΕ. Μια εποχή που η αισιοδοξία συνυπήρχε με την αυταπάτη, τα ζιβάγκο προλείαιναν το έδαφος για τα Αρμάνι, το «Εξω οι βάσεις» κοντραριζόταν με το καραμανλικό «Ανήκομεν εις την Δύσιν» και το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» τραγουδιόταν ακόμα και από πεντάχρονα παιδιά.
Σήμερα, οι μπόμπιρες της Μεταπολίτευσης είναι τριανταπεντάρηδες των 700 ευρώ, της Ελλάδας του ΔΝΤ και των «κοινωνικών δικτύων». Ο σημερινός Στράτος, που μπορεί να λέγεται Κωνσταντίνα, Κάρμεν, Χασάν, δεν αρκεί να το πάρει απόφαση να γραφτεί στο συνδικάτο. Συνδικάτο μπορεί να μην υπάρχει καν στο χώρο όπου εργάζεται ή, κι αν υπάρχει, ο ίδιος μπορεί να μην το ξέρει, ειδικά αν είναι ενοικιαζόμενος ή ημιαπασχολούμενος. Μπορεί και να είναι εργοδοτικό ή σωματείο σφραγίδα ή, απλώς,
να αρνείται να τον γράψει επειδή ο Στράτος της ιστορίας μας δουλεύει ως συμβασιούχος ή ως «μπλοκάκι», με δελτίο παροχής υπηρεσιών.
Μπορεί, επίσης, να υπάρχουν όχι ένα αλλά πολλά συνδικάτα, και ο Στράτος του 2010 να μη γράφεται σε κανένα επειδή τα θεωρεί όλα εξίσου απαξιωμένα και αδύναμα ή απλώς επειδή έχει καταπιεί αμάσητο το δόγμα «αμύνεσθαι περί πάρτης». Στην περίπτωση που ο Στράτος, η Κάρμεν, η Κωνσταντίνα, ο Χασάν δραστηριοποιείται στο σωματείο του ή προσπαθεί με άλλους να στήσει ένα σωματείο, πρέπει να γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα υποστεί διακρίσεις, χλεύη, πιέσεις, ακόμα και απόλυση. Η περίπτωση να βρεθεί με το κεφάλι σπασμένο ή το πρόσωπο σημαδεμένο από κάποιον τραμπούκο δεν είναι και τόσο απίθανη - κι ας μη δουλεύει σε μεξικάνικο καρτέλ, αλλά σε χώρα της Ευρωζώνης, στην πάλαι ποτέ «Ισχυρή Ελλάδα» της ΟΝΕ και στη νυν επιτηρούμενη Ελλάδα των ιπτάμενων σπρεντ.
Εκατόν τριάντα χρόνια μετά τις πρώτες εργατικές οργανώσεις, 100 χρόνια μετά την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αθήνας (προηγήθηκε ο Βόλος και ακολούθησε ο Πειραιάς), 92 χρόνια μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ και 94 χρόνια μετά την ηρωική απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου, που κέρδισαν με αίμα την καθιέρωση οχταώρου, οι αγώνες του κόσμου της εργασίας αριθμούν σχεδόν ενάμιση αιώνα ζωής - και περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε τις πρώιμες αγροτικές εξεγέρσεις του 19ου αιώνα. Διανύοντας τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, έννοιες όπως συνδικάτα, συνδικαλισμός, εργατικό κίνημα, ταξική πάλη δεν είναι πια καινούργιες, αλλά μοιάζουν να επανανοηματοδοτούνται μέσα σε συνθήκες άγριας επίθεσης στο εισόδημα, στα δικαιώματα, στους όρους ύπαρξης των εργαζομένων.
Πίσω από τις ψυχρές χρηματιστηριακές συναλλαγές, τους οικονομικούς δείκτες, τα εθνικά χρέη και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των «αγορών», δημιουργός του πλούτου εξακολουθεί να είναι η ανθρώπινη εργασία και διάνοια. Οσο και αν η εργασία διανοητικοποιείται και ο νέος προλετάριος παύει να είναι αποκλειστικά χειρώναξ, άνθρωποι και όχι άυλα δίκτυα βρίσκονται πίσω από τα κέρδη, εργάζονται, καταναλώνουν, αναπαράγονται, παράγουν υπεραξία που τη νέμονται άλλοι. Ανθρωποι με σάρκα και οστά, που μπορεί να μη χύνουν αίμα, δάκρυα και ιδρώτα στις σκαλωσιές, στις φάμπρικες και στις στοές, αλλά να είναι καλωδιωμένοι με ένα hands-free ακουστικό πίσω από έναν τερματικό υπολογιστή, να χτυπάνε τιμές με λέιζερ σε ένα ταμείο σούπερ μάρκετ, να είναι «μάνατζερ του εαυτού τους» που κυνηγάνε πωλήσεις, ασφάλειες, δείγματα, σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή του εμποράκου με τη βαλίτσα. Η εργατική τάξη του 21ου αιώνα δεν περιμένει να πάει στον παράδεισο, αλλά αγοράζει την ψευδαίσθησή του με δόσεις ή προσπαθεί να αναβάλει την κόλαση με δάνεια και πιστωτικές. Δεν βροντοχτυπά τις χάντρες, ούτε κρατά μόνο πηλοφόρι και μυστρί, αλλά έχει καρφιτσωμένο ταμπελάκι με ονοματεπώνυμο, GPS και PDA. Δεν έχει πάντα ροζιασμένα χέρια, αλλά σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, αυχενικά και ισχυαλγίες από το χτύπημα των πλήκτρων, κιρσούς από την ορθοστασία, εργατικά ατυχήματα, τραυματισμούς και θανάτους, που βαφτίζονται «ατυχή περιστατικά». Η εργάτρια και ο εργάτης του 21ου αιώνα μπορεί να μη φοράνε τσεμπέρι και τραγιάσκα, αλλά να έχουν ράστα μαλλιά και σακίδιο πλάτης, σαν τον φυλακισμένο δάσκαλο Μάριο Ζέρβα. Μπορεί να μην ακούνε Καζαντζίδη, αλλά χιπ-χοπ ή μπορεί να αποκοιμιούνται με ρινγκ τόουν από τη Eurovision. Μπορεί να μη θέλουν να λέγονται εργάτες, να μην ξέρουν ή να μην τους νοιάζει αν ανήκουν στην εργατική τάξη. Στο κάτω κάτω, τι είναι η Ελλάδα και τι είναι οι τάξεις της... Τόσα χρόνια μας έχουν μάθει να στριμωχνόμαστε κάτω από την ταμπέλα «μεσαίοι», μικρομεσαίοι, μικρομαγαζάτορες και μικροϊδιοκτήτες και αυτοαπασχολούμενοι.
Η μισθωτή εργασία στην Ελλάδα παρουσιάζει χαμηλά ποσοστά σε σχέση με την Ευρώπη των 15· μόλις 60% έναντι του 80% που είναι ο κοινοτικός μέσος όρος. Οπως επισημαίνει ο πανεπιστημιακός Γ. Κουζής στο βιβλίο του «Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος», το χαμηλό ποσοστό της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι ενδεικτικό του ειδικού βάρους που αυτή αντιπροσωπεύει στην ελληνική κοινωνία: «...η κρατική εξουσία στην Ελλάδα παρουσιάζει ιστορικά μειωμένη ευαισθησία απέναντι στα αιτήματα των μισθωτών συγκριτικά με χώρες με πολύ υψηλότερο ποσοστό μισθωτής απασχόλησης, στοιχείο που ενισχύεται και από τον σχετικά μέσο και χαμηλό βαθμό συνδικαλιστικής πυκνότητας που χαρακτηρίζει ιστορικά την ελληνική περίπτωση, σε συνδυασμό και με την επί μακρόν πλήρη χειραγώγηση του».
Τι σημαίνει, όμως, «συνδικαλιστική πυκνότητα» και γιατί θεωρείται χαμηλή στην Ελλάδα; Ο όρος αναφέρεται στο ποσοστό συμμετοχής των εργαζομένων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά δεν υπάρχει ενιαία μέθοδος υπολογισμού, με αποτέλεσμα οι δείκτες να διαφέρουν. Ο Νίκος Παλαιολόγος, στο έργο του «Εργασία και συνδικάτα στον 21ο αιώνα», αναλύει τεκμηριωμένα τη διάρθρωση και τις αλλαγές στα συνδικάτα στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Οπως παρατηρεί, η συνδικαλιστική πυκνότητα στην Ελλάδα υπολογίζεται από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας στο 24% - ή ακόμα πιο χαμηλή, ώς 11% από άλλους αναλυτές. Σε κάθε περίπτωση θεωρεί ότι υποεκτιμάται και την τοποθετεί γύρω στο 29% - ή 25%, αν συνυπολογιστούν και οι άνεργοι. Αυτό σημαίνει ότι μόλις ο ένας στους τέσσερεις εργαζομένους στην Ελλάδα καλύπτεται από κάποιο συνδικάτο, όταν στη Φινλανδία τα ποσοστά αγγίζουν το 100%, στην Ιταλία το 70%, αλλά στη Γαλλία μέλη συνδικάτων είναι μόλις το 10% των μισθωτών.
Ιδιαίτερα χαμηλή είναι η συσπείρωση των εργαζομένων στα συνδικάτα στον ιδιωτικό τομέα, που δεν φαίνεται να υπερβαίνει το 18%, ενώ ισχυρή συνολικά είναι η παρουσία του δημόσιου τομέα που καλύπτει το 55% των συνδικαλισμένων. Ο Γ. Κουζής στο βιβλίο του αποδίδει την τάση μείωσης της συνδικαλιστικής πυκνότητας, που παρατηρείται και στα ευρωπαϊκά συνδικάτα, σε μια σειρά από αιτίες, εξωγενείς αλλά και ενδογενείς, δηλαδή απόρροια της ίδιας της λειτουργίας των συνδικάτων: το υψηλό ποσοστό ανεργίας, την υποχώρηση της απασχό- λησης στον βιομηχανικό τομέα, την ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας σε συνδυασμό με την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης. Η απασχόληση των γυναικών, ενώ αυξάνεται σταθερά τα τελευταία 15 χρόνια, δεν μεταφράζεται σε αύξηση της δύναμης των συνδικάτων. Τα καθήκοντα του σπιτιού, που εξακολουθούν να βαραίνουν κυρίως τη γυναίκα, και τα υψηλά ποσοστά μερικής απασχόλησης (το 70% των μερικώς απασχολουμένων είναι γυναίκες) είναι παράγοντες που αποθαρρύνουν τις γυναίκες από το να ενταχθούν στα συνδικάτα.
Η διεθνοποίηση της οικονομίας, που περιορίζει τη δύναμη παρέμβασης του παραδοσιακού συνδικαλιστικού κινήματος, η υποχώρηση των συλλογικών οραμάτων και η άνοδος των νεοφιλελεύθερων αξιών δυσχεραίνουν την προσέλκυση νέων μελών, ειδικά από τη λεγόμενη «νέα βάρδια» της εργασίας: πληροφορική, τηλεπικοινωνίες, ευέλικτοι, επισφαλείς, ενοικιαζόμενοι, συμβασιούχοι, μετανάστες, γυναίκες, νέοι. Σχεδόν ανύπαρκτος είναι ο συνδικαλισμός στον ιδιωτικό τομέα στις ηλικίες κάτω των 29 ετών, παρατηρεί ο Γ. Κουζής, ενώ στις στατιστικές των συνδικάτων δεν καταγράφονται οι νέοι μισθωτοί, ούτε υπάρχουν προγράμματα προσέλκυσης νέων. Η ένταση των αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό των συνδικάτων, ο οργα- νωτικός κατακερματισμός και η διαιώνιση των δυσλειτουργιών, όπως η οικονομική εξάρτηση από το κράτος, η έντονη παραταξιοποίηση, η αμφισβήτηση της αυτονομίας και η εισαγωγή «συναινετικών» στοιχείων μειώνουν την αποτελεσματικότητα της δράσης των συνδικάτων, υποσκάπτουν την απήχησή τους, τα κάνουν λιγότερο αξιόπιστα στα μάτια των εργαζομένων.
1950. Αστυνομικοί αντικαθιστούν τους ΤΤΤ (Ταχυδρομεία, Τηλεγραφεία, Τηλεφωνεία) που απεργούν. Το 1949 οι «Τριατατικοί» επιστρατεύθηκαν ως απεργοσπάστες στην πολυήμερη απεργία της ΑΔΕΔΥ. 1950. Αστυνομικοί αντικαθιστούν τους ΤΤΤ (Ταχυδρομεία, Τηλεγραφεία, Τηλεφωνεία) που απεργούν. Το 1949 οι «Τριατατικοί» επιστρατεύθηκαν ως απεργοσπάστες στην πολυήμερη απεργία της ΑΔΕΔΥ. Η σημερινή κρίση των συνδικάτων δεν σημαίνει ότι ο συνδικαλισμός είναι ξεπερασμένος και πρέπει να καταργηθεί. Οπως και η οικονομική κρίση δεν θα ξεπεραστεί με την κατάργηση των στοιχειωδών εργατικών δικαιωμάτων - όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο κόσμος της εργασίας πρέπει να πληρώσει ξανά το λογαριασμό. Οπως μας είπε ο Γιάννης Κουζής σε τηλεφωνική συνέντευξη, «η ύπαρξη των συνδικάτων είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Ο συνδικαλισμός είναι επίκαιρος όσο ποτέ. Αλλά πρακτικές και λειτουργίες των συνδικάτων που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες έχουν δημιουργήσει πρόβλημα αξιοπιστίας. Πρέπει να δούμε τα ελλείμματα που υπάρχουν και να ξεκινήσουν αλλαγές από τα ίδια τα συνδικάτα. Το γεγονός ότι δημιουργούνται σωματεία από το χώρο της επισφάλειας, πρωτοβάθμια σωματεία βάσης, είναι ελπιδοφόρο. Αν γίνουν αλλαγές στο συνδικαλιστικό κίνημα, θα ξεκινήσουν από τη βάση».
Σε μια εποχή κατά την οποία απειλούνται κατακτήσεις δεκαετιών και το ρολόι φαίνεται σαν να γυρίζει στο 1914, όταν κατοχυρώθηκε στην Ελλάδα το δικαίωμα του «συνεταιρίζεσθαι» και εξουσιοδοτήθηκαν τα σωματεία να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις, μια σύντομη ματιά στην ιστορία του εργατικού κινήματος δεν είναι νοσταλγική βουτιά στο παρελθόν, αλλά εργαλείο για τις μάχες του μέλλοντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου