25 Σεπ 2014

ΝΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ..


.....οι τρόποι αντιμετώπισης του ζητήματος της εφαρμογής και επαναφοράς της εργατικής νομοθεσίας (οκτάωρη απασχόληση, συμβάσεις αορίστου χρόνου, λειτουργία των συλλογικών συμβάσεων κλπ.), μπορεί να επιχειρηθεί να διασφαλιστούν από μια πρώτη ματιά, με δύο μορφές : Από τη μια πλευρά με την αποκατάσταση της λειτουργίας ενός πυκνού δικτύου αρχών επιθεώρησης της εργασίας, που να ελέγχουν την εφαρμογή των συλλογικών και ατομικών εργατικών ρυθμίσεων. – Από την άλλη πλευρά, με την ενεργοποίηση των όσων εργατικών σωματείων έχουν απομείνει όρθια, που με την παρέμβασή τους στο επιχειρησιακό ή κλαδικό επίπεδο, να επιβάλλουν την λειτουργία των κανόνων του εργατικού δικαίου....

Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ

Όσο περισσότερο προσεγγίζει η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης της Αριστεράς, με κύριο κορμό ή και αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο περισσότερο γίνονται ορατές οι αντιφάσεις και οι δυσχέρειες που πρόκειται εκ των πραγμάτων να έρθουν στην επιφάνεια από την αντικειμενικά διαμορφωμένη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό με δεδομένο το γεγονός ότι στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και η εφαρμογή των πολιτικών των μνημονίων, έχουν προκαλέσει μια κατάσταση κοινωνικού ολοκαυτώματος στις λαϊκές εργαζόμενες τάξεις, με αποτέλεσμα τη ριζική τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου και σε βάρος της μισθωτής εργασίας. Η κύρια έκφραση της επιβολής των δυνάμεων της επιχειρηματικής εργοδοσίας, πέραν όλων των άλλων μεταλλάξεων που επισυνέβησαν στο εργατικό δίκαιο, αφορά την εκτίναξη της ανεργίας από το 8% (2008) στο σημερινό 28%, με την μαζική εκκαθάριση (κλείσιμο) εκατοντάδων εργοστασίων που εμφάνιζαν χαμηλή αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων τους και σημαντικά ζημιογόνα αποτελέσματα.

Αναδεικνύεται έτσι πρωτίστως το ζήτημα της δυναμικής και εξελισσόμενης σχέσης ανάμεσα στις ρυθμίσεις ανάταξης
(που σε μεγάλο βαθμό έχει πλήρως καθαιρεθεί) από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, και στους δυσμενέστατους κοινωνικούς συσχετισμούς των δυνάμεων που έχουν αναδειχθεί στην παραγωγική πραγματικότητα του ιδιωτικού κυρίως τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας. Γιατί βέβαια η σημασία και η σπουδαιότητα αυτών των προοδευτικών και δημοκρατικών εργατικών ρυθμίσεων καλείται να βλαστήσει σε ένα κοινωνικό έδαφος που χαρακτηρίζεται από φαινόμενα «παράλυσης» της εργατικής τάξης, τόσο εξ αιτίας του απολυταρχισμού του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου, όσο και από τις μεταλλάξεις των εργασιακών σχέσεων που έχει επιφέρει η μνημονιακή πολιτική, καθώς και της παραφθοράς και αποψίλωσης των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Αυτή η εκ των πραγμάτων αντίφαση και ένταση μεταξύ κυβερνητικών νομικών ρυθμίσεων και συσχετισμού των δυνάμεων, προέρχεται πρωταρχικά από την νίκη του κεφαλαίου επί της εργασίας που εκφράστηκε με την υπερμεγέθη ανεργία. Προφανώς βέβαια έχουν συνεργήσει και άλλοι παράγοντες, όπως ο υπονομευτικός ρόλος του εργοδοτικού συνδικαλισμού, οι συνεχείς κατασταλτικές δράσεις των κρατικών αστυνομικών μηχανισμών (επιστρατεύσεις απεργών, σπάσιμο απεργιών από την ισχύ των ΜΑΤ, δικαστικές αποφάσεις κήρυξης κινητοποιήσεων ως παράνομων και καταχρηστικών κλπ.), οι αλλεπάλληλες αντεργατικές ρυθμίσεις των εφαρμοστικών μνημονιακών νόμων όπως η ελαστικοποίηση της οκτάωρης απασχόλησης, η μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης, η έγκριση ομαδικών απολύσεων, η κατάργηση του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών συμβάσεων κ.ά. Ωστόσο η καθοριστική παράμετρος της διαμόρφωσης του δυσμενέστατου συσχετισμού των δυνάμεων ήταν και συνεχίζει να είναι η μαζική ανεργία που
αγκαλιάζει το ένα τρίτο του συνολικού εργατικού δυναμικού.

Απόδειξη του ισχυρισμού που διατυπώνεται, ότι δηλαδή ο συσχετισμός δυνάμεων στην οικονομία καθορίζει και τους όρους και τρόπους εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, είναι η εμπειρία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (1974 – 81). Σ’ αυτή την φάση της εξέλιξης της πάλης των τάξεων τα εργοστασιακά συνδικάτα που είχαν αναδειχθεί, από κοινού προφανώς και με τις κλαδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, παρόλη την κυβερνητική πολιτική της ΝΔ και την ισχύ του συνδικαλιστικού νόμου 330 / 76 (τον οποίο αντικατέστησε το 1982 ο νόμος 1264 / 82) είχαν κατορθώσει να δρομολογήσουν σημαντικούς απεργιακούς αγώνες, οι οποίοι μάλιστα κατέληγαν σε αυξήσεις μισθών, ακύρωση απολύσεων και περιορισμό του διευθυντικού δικαιώματος της εργοδοσίας. Αυτό γινόταν, πέραν του ριζοσπαστικού ανέμου που έπνεε μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, κυρίως γιατί το επίπεδο της ανεργίας βρίσκονταν στα όρια του φυσιολογικού επιπέδου της ανεργίας «τριβής» του 3% - 4%, που επέτρεπε την προαγωγή της συνδικαλιστικής συσπείρωσης και κινητοποίησης ενός μεγάλου μέρους της μισθωτής εργασίας (στην καπιταλιστική παραγωγή η συνδικαλιστική πυκνότητα ξεπερνούσε το 35%, ενώ στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ήταν κατά πολύ υψηλότερη λόγω της διασφάλισης της μονιμότητας απασχόλησης).

Στην σημερινή περίοδο, και μετά την ανάληψη της πολιτικής διακυβέρνησης από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι τρόποι αντιμετώπισης του ζητήματος της εφαρμογής και επαναφοράς της εργατικής νομοθεσίας (οκτάωρη απασχόληση, συμβάσεις αορίστου χρόνου, λειτουργία των συλλογικών συμβάσεων κλπ.), μπορεί να επιχειρηθεί να διασφαλιστούν από μια πρώτη ματιά, με δύο μορφές : Από τη μια πλευρά με την αποκατάσταση της λειτουργίας ενός πυκνού δικτύου αρχών επιθεώρησης της εργασίας, που να ελέγχουν την εφαρμογή των συλλογικών και ατομικών εργατικών ρυθμίσεων. – Από την άλλη πλευρά, με την ενεργοποίηση των όσων εργατικών σωματείων έχουν απομείνει όρθια, που με την παρέμβασή τους στο επιχειρησιακό ή κλαδικό επίπεδο, να επιβάλλουν την λειτουργία των κανόνων του εργατικού δικαίου. Εντούτοις και οι δύο αυτές παρεμβατικές παράμετροι είναι ριζικά ανεπαρκείς στη σημερινή συγκυρία, όπου προφανώς η κυβέρνηση θα ασκείται από τις δυνάμεις της Αριστεράς, ωστόσο όμως η οικονομική και κοινωνική εξουσία θα βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός της σφαίρας της αστικής ταξικής κυριαρχίας.

Τόσο οι επιθεωρήσεις εργασίας, όσο και οι εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν απομείνει (η ανεργία του 28% έχει ωθήσει τη συνδικαλιστική πυκνότητα σε μονοψήφια νούμερα), θα αδυνατούν στις περισσότερες των περιπτώσεων να παρέμβουν με την δέουσα αποτελεσματικότητα και να διασφαλίζουν την εφαρμογή του αποκατεστημένου εργατικού δικαίου, γιατί έξω από τις πύλες των εργοστασίων, των μεγάλων εταιριών εμπορίου και υπηρεσιών, θα συνεχίζουν να συνωστίζονται εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, οι οποίοι λόγω της αντικειμενικής κατάστασης εξαθλίωσης που υφίστανται, θα είναι από τη δύναμη των πραγμάτων διατεθειμένοι να προσφέρουν την εργατική τους δύναμη στις επιχειρήσεις, με πολύ πιο ταπεινούς όρους και αμοιβή της εργασίας.

Συμπερασματικά άρα η πρωταρχική προτεραιότητα μιας ριζοσπαστικής πολιτικής μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, είναι η με τους ταχύτερους και αποτελεσματικότερους δυνατούς ρυθμούς, ριζική αντιμετώπιση της υπερμεγέθους ανεργίας, η μόνη παράμετρος που είναι σε θέση να αρχίσει να γέρνει την πλάστιγγα του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος της μισθωτής εργασίας και σε βάρος του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Έτσι κυβερνητικά μέτρα όπως η δημιουργία 250 χιλιάδων θέσεων εργασίας, με κοινοτικές επιδοτήσεις, οι οποίες όμως θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα (μονοετούς ή διετούς διάρκειας), θα είναι μόνον εφάπαξ, θα καταλήγουν είτε το θέλει κανείς είτε όχι, στην ενίσχυση του κεφαλαίου (οι άνεργοι που εντάσσονται σ’ αυτά τα προγράμματα θα πληρώνονται από το κράτος με βάση τους πόρους του ΕΣΠΑ και θα απασχολούνται σε επιχειρήσεις όπου η εργοδοσία δεν θα καταβάλλει καμία αμοιβή εργασίας), και στο τέλος θα καταργούνται με τις ανάλογες απολύσεις, έχουν μεν μια ορισμένη κοινωνική σημασία, εντούτοις δεν αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά το μέγεθος της ανεργίας. Από αυτή την άποψη μόνον μέτρα κοινωνικοποίησης των εργοστασίων που κλείνουν (από την Κόκα Κόλα μέχρι την Αλλατίνη και από τα Χαλυβουργεία μέχρι τα Τσιμέντα), με δημόσια κυριότητα, εργατικό έλεγχο και διάθεση των προϊόντων και υπηρεσιών έξω από το πλαίσιο του ανταγωνισμού της «ελεύθερης» αγοράς, μπορούν να αποκαταστήσουν μια πραγματική παραγωγική ανάταξη, να μειώσουν σοβαρά την ανεργία και να αλλάξουν τους κοινωνικούς συσχετισμούς των δυνάμεων.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου