20 Οκτ 2014

ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΗ Η «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ» ΣΗΜΕΡΑ ;

... η σύναψη της οποιασδήποτε «κοινωνικής συμφωνίας» με τις αστικές δυνάμεις, μέσα στο πεδίο του σύγχρονου κοινωνικού ολοκαυτώματος, μόνον ως τραγέλαφος μπορεί να εκληφθεί στο βαθμό που : Οι εργατικοί μισθοί καισυντάξεις έχουν κατακρεουργηθεί προς όφελος της επιχειρηματικής εργοδοσίας κατά 40% περίπου στην τελευταία πενταετία. – Τα εργατικά συνδικαλιστικά δικαιώματα έχουν υποστεί συντριπτικά πλήγματα στο επίπεδο του συλλογικού αλλά και του ατομικού εργατικού δικαίου. – Η ανεργία που έχει προκαλέσει ακριβώς η ίδια η κρίση υπερσυσσώρευσης του ελληνικού καπιταλισμού αγκαλιάζει το ένα τρίτο πλέον του συνολικού εργατικού δυναμικού. – Τα συστήματα προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών (ασφάλισης, υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης) έχουν τεθεί σε τροχιά ολοσχερούς παραφθοράς κλπ. Μ’ αυτά τα κοινωνικά δεδομένα της απροσμέτρητης καταστροφής τι είδους «κοινωνικό συμβόλαιο» μπορεί να συναφθεί μεταξύ μισθωτής εργασίας και επιχειρηματικού κεφαλαίου, μεταξύ δηλαδή του θύτη και του θύματος ;
Μ’ αυτά τα δεδομένα το εγχείρημα νεκρανάστασης της χρεοκοπημένης ιστορικά σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής της «κοινωνικής συμφωνίας», και μάλιστα στον πυθμένα κυριολεκτικά μιας καπιταλιστικής κρίσης που ανακυκλώνεται ασταμάτητα, είναι ανέφικτο και αναποτελεσματικό, και σε κάθε περίπτωση χωρίς κοινωνικό όφελος για τον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο. Συνεπώς η μοναδική πολιτική που μπορεί να διασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη παράλληλα οπωσδήποτε με την κοινωνική δικαιοσύνη, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τέτοιου είδους κοινωνικές εταιρικές διαδικασίες, που θέτουν στο απυρόβλητο τα ταξικά συμφέροντα της «επιχειρηματικότητας» και φέρνουν στο προσκήνιο τα αριστερά ορόσημα: Του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις, της κοινωνικοποίησης σε στρατηγικούς οικονομικούς κλάδους (από τα τρόφιμα μέχρι τη χαλυβουργεία, από τα ναυπηγεία μέχρι τα τσιμέντα), της δραστικής φορολόγησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας (τουλάχιστον στο 50%), της συνεταιριστικής παραγωγικής οργάνωσης, της εθνικής δημοκρατικής ρύθμισης της οικονομικής δραστηριότητας, του κοινωφελούς χαρακτήρα λειτουργίας των δημόσιων επιχειρήσεων κλπ...

Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τις πρώτες μεταπολεμικέςδεκαετίες και τουλάχιστον μέχρι την απαρχή εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης μεταστροφής, εφαρμόστηκε η πολιτική του «κοινωνικού συμβολαίου», δηλαδή ενός συμβιβασμού ανάμεσα σταταξικά συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας και στις οικονομικές και κοινωνικές επιδιώξεις των αστικών τάξεων. Οι λόγοι που έκαναν εφικτή τη λειτουργία αυτών των «κοινωνικών συμφωνιών» είναι μεταξύ των άλλων : Η επίτευξη ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης των καπιταλιστικών οικονομιών, η σχετική έντονη παρουσία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, καθώς και η σχεδόν πλήρης απασχόληση του εργατικού δυναμικού, και έτσι η ανάγκη σύναψης ενός «κοινωνικού συμβολαίου» που να διασφαλίζει την μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής έναντι μιας σχετικής αναδιανεμητικής εισοδηματικής πολιτικής προς όφελος της μισθωτής εργασίας και της εξασφάλισης της λειτουργίας των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας.
Στο πολιτικό επίπεδο αυτή η πολιτική κοινωνικής συναίνεσης εκφράστηκε κυρίως από ταευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, για τα οποία αποτέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό. Αυτό συνέβη και στην ελληνική πραγματικότητα με το «συμβόλαιο της αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησής του (1981 – 89), όπου διασφαλίζονταν οι όροι της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, παράλληλα με μια ορισμένη βελτίωση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής τάξης (εισοδηματική βελτίωση, δημοκρατικό θεσμικό συνδικαλιστικό πλαίσιο, εθνικό σύστημα υγείας κλπ.). Εντούτοις η παρατεταμένη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970, ξεπεράστηκε ενδιάμεσα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 για να επανακάμψει κατά πολύ δριμύτερη από το τέλος της δεκαετίας του 2000, επέβαλε τη γενικευμένη υιοθέτηση των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, προκειμένου να αντιστραφεί η πτωτική πορεία του ποσοστού κέρδους των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η κλασική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και μαζί η ελληνική εκδοχή της, άρχισαν να μετατοπίζονται προς τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, από τον ήπιο μονεταρισμό στονεοφιλελευθερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο και τελικά προς τον απροσχημάτιστο ακραίο νεοφιλελευθερισμό που μετάλλαξε το ΠΑΣΟΚ σε ακραιφνώς κόμμα του «σοσιαλφιλελευθερισμού», οδηγώντας στην ολοσχερή του απονομιμοποίηση στο επίπεδο των πολιτικών εργατικών εκπροσωπήσεων (από το 44% του 2009 στο αμφίβολο σημερινό 5%). Αποδείχθηκε δηλαδή
ιστορικά ότι η σοσιαλδημοκρατική πολιτική μπορεί να παραμείνει τέτοια μόνον εφόσον προάγεται μια εντατική καπιταλιστική ανάπτυξη και το εργατικό κίνημα παραμένει σε θέσεις ισχύος, έτσι ώστε να επέρχεται ο «συμβιβασμός» με την «δικαιότερη» κατανομή του παραγόμενου υπερπροϊόντος. Δεν πρόκειται για μια «ασυνεπή» στάση της σοσιαλδημοκρατίας που μεταλλάσσεται σε εμπροσθοφυλακή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, αλλά για το αναγκαστικό αποτέλεσμα της ίδιας της πολιτικής της φύσης : Όταν η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση εισήλθε σε φάση κρίσης, όταν άρχισαν να διακυβεύονται τα «ιερά και όσια» της αστικής ταξικής κυριαρχίας (επαρκείς συνθήκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων), τότε η πλάστιγγα των προσανατολισμών της έγειρε με σαφήνεια προς την πλευρά των αστικών δυνάμεων, εγκαταλείποντας το πεδίο στοιχειώδους διασφάλισης των λαϊκών συμφερόντων.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και ουδόλως μπορεί να αμφισβητηθεί η αλήθεια αυτών των ισχυρισμών, διαπιστώνει κανείς, στα πλαίσια μιας ορισμένης αντίληψης εντός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, την επιμονή στη σύναψη της «κοινωνικής συμφωνίας» (αυτός δεν είναι και ο τίτλος του μικροσκοπικού σχήματος της πρώην υπουργού του μνημονιακού ΠΑΣΟΚ που είναι επικεφαλής του;). Ενός συμβολαίου ανάμεσα στην ανάπτυξη της «υγιούς επιχειρηματικότητας» και στην ικανοποίηση των ζωτικών εργατικών αναγκών, που θα είναι σε θέση να επιφέρει την «ανόρθωση της χώρας», στα πλαίσια μιας «επανεκκίνησης» της ελληνικής οικονομίας. Έτσι συμπληρώνεται το δίπτυχο των «δεσμεύσεων» τόσο προς τον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο (εξαγγελίες της ΔΕΘ) όσο και προς τον επιχειρηματικό κόσμο (προτάσεις ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας).
Η κριτική που διατυπώνεται δεν γίνεται από την ιδεολογική εμμονή σε μια αντικαπιταλιστική,μαρξιστική και αντισυστημική θεώρηση των πραγμάτων, αλλά από τη σκοπιά και μόνον της αποτελεσματικότητας αυτής της πολιτικής γραμμής, δηλαδή από το αν επιτυγχάνει και την ιδιωτική επιχειρηματικότητα να αναπτύξει, αλλά και ταυτόχρονα τα εργατικά συμφέροντα να ικανοποιήσει. Το ζήτημα δεν είναι ότι αυτή η αμφίπλευρη πολιτική κατεύθυνση που εκφράζεται εντός του ΣΥΡΙΖΑ (προς την αστική και ταυτόχρονα την εργατική τάξη) δεν έχει ριζοσπαστικά και σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, πράγμα εμφανέστατο, αλλά αν ο καταφανώς σοσιαλδημοκρατικός της χαρακτήρας μπορεί να επιφέρει την αποτελεσματικότητα, δηλαδή την (καπιταλιστική) οικονομική ανάκαμψη μαζί με μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης και επούλωσης των πληγμάτων που έχουν δεχθεί οι λαϊκές τάξεις από τις συνέπειες της κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής. Αν στο πρόγραμμα της ΔΕΘ δόθηκε η προτεραιότητα στην πολιτική των «κατωτάτων ορίων» (αποκατάσταση κατώτατου μισθού, σύνταξης και επιδόματος ανεργίας), στην περίπτωση της απεύθυνσης προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο η προτεραιότητα αφορά κάθε δυνατό μέτρο διευκόλυνσης και προαγωγής της ανάπτυξής του, κατά τα κλασικά αστικά πρότυπα : Σταθερό φορολογικό σύστημα χωρίς επαναφορά του συντελεστή φορολόγησης της καπιταλιστικήςκερδοφορίας στο 45% από το 20% που είναι σήμερα, χρησιμοποίηση των δημόσιων επενδύσεων για την τόνωση της ιδιωτικής οικονομίας, αποκατάσταση του «υγιούς» ανταγωνισμού της «ελεύθερης αγοράς», χρηματοδοτική και κεφαλαιακή στήριξη των ζημιογόνων επιχειρήσεων που απειλούνται με εκκαθάριση κλπ.
Κατά συνέπεια στο πολιτικό επίπεδο καλείται ο κόσμος της μισθωτής εργασίας να συστρατευθεί παράλληλα με τον επιχειρηματικό κόσμο, μέσα από μια «κοινωνική συμφωνία», έτσι ώστε να αναδειχθεί μια διαταξική προσπάθεια για την «ανόρθωση της οικονομίας». Μια τέτοια πολιτική γραμμή είναι ανυπόστατη και αναποτελεσματική στην επίτευξή της από πολλές πλευρές, γι’ αυτό αδυνατεί να διαμορφώσει όρους οικονομικής ανάταξης με ταυτόχρονη εξασφάλιση των λαϊκών συμφερόντων. Ουσιαστικά επανέρχεται το κλασικό σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο, το οποίο όμως έχει αποτύχει ιστορικά πανηγυρικά, ακριβώς γιατί είναι ανέφικτο σε περίοδο βαθύτατης καπιταλιστικής κρίσης, ενώ είναι εφικτό σε περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, ισχύος του εργατικού κινήματος και σχετικά πλήρους απασχόλησης, που όμως ουδόλως είναι η σημερινή ελληνική περίπτωση. Πώς τίθεται έτσι το ζήτημα του «κοινωνικού συμβολαίου» στη σημερινή συγκυρία από την πλευρά τωναντιπαρατιθέμενων ταξικών δυνάμεων ;
Από την πλευρά των αστικών δυνάμεων του επιχειρηματικού κόσμου καταγράφεται ήδη η πενταετής εμπειρία η οποία είναι ενδεικτική:
Κατ’ αρχήν η κρίση υπερσυσσώρευσης που είναι κρίση της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας, έχει οδηγήσει ένα σημαντικό μέρος των ζημιογόνων επιχειρήσεων στο κλείσιμο προκαλώντας τηνεκτίναξη της ανεργίας στο ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού.
Κατόπιν, το επιχειρηματικό κεφάλαιο εδώ και μια εξαετία βρίσκεται σε κατάσταση επενδυτικής αποχής, εξ αιτίας της εξαιρετικά χαμηλής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, δηλαδή του περιορισμού κερδοφόρων πεδίων επένδυσης, και η όποια αύξηση παγίων κεφαλαίων αφορά αποκλειστικά τη συντήρηση του υπάρχοντος μηχανολογικού εξοπλισμού.
Τέλος δεν είναι παρά η αστική τάξη εκείνη, που σε παραλληλία με τα ευρωπαϊκά τραπεζικά και πολιτικά κέντρα, έχει απαιτήσει και επιβάλλει δια μέσου του πολιτικού της προσωπικού όλες τις μνημονιακές μεταλλάξεις, προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση της σε βάρος της μισθωτής εργασίας.
Μ’ αυτά τα δεδομένα πρακτικής των αστικών οικονομικών δυνάμεων, τι είδους «κοινωνική συμφωνία» μπορεί να συναφθεί που να έχει αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και «υγιή» υπόσταση ; Αυτό που επιδιώκει η ελληνική αστική τάξη με βάση τη στάση της στη μνημονιακή πενταετία δεν είναι παρά η περαιτέρω ανάπτυξη των κερδοφόρων θυλάκων του εταιρικού τομέα της οικονομίας με την ταυτόχρονη εκκαθάριση των ζημιογόνων επιχειρηματικών κεφαλαίων, με την διατήρηση της ανεργίας σε σταθερά υψηλά επίπεδα και σε ένα ευρύτερο περιβάλλον κοινωνικής ερήμωσης, και ουδόλως είναι η συνολική παραγωγική ανάπτυξη της κοινωνίας. Άλλωστε η όποια αποκατάσταση των εργατικών δικαιωμάτων και συνδικαλιστικών ελευθεριών στο επιχειρηματικό επίπεδο δεν είναι παρά ένας επιπλέον λόγος για την συνέχιση της επενδυτικής αποχής και του παραπέρα κλεισίματος μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων.
Αλλά και από την άλλη πλευρά των λαϊκών εργαζομένων τάξεων, η σύναψη της οποιασδήποτε «κοινωνικής συμφωνίας» με τις αστικές δυνάμεις, μέσα στο πεδίο του σύγχρονου κοινωνικού ολοκαυτώματος, μόνον ως τραγέλαφος μπορεί να εκληφθεί στο βαθμό που : Οι εργατικοί μισθοί καισυντάξεις έχουν κατακρεουργηθεί προς όφελος της επιχειρηματικής εργοδοσίας κατά 40% περίπου στην τελευταία πενταετία. – Τα εργατικά συνδικαλιστικά δικαιώματα έχουν υποστεί συντριπτικά πλήγματα στο επίπεδο του συλλογικού αλλά και του ατομικού εργατικού δικαίου. – Η ανεργία που έχει προκαλέσει ακριβώς η ίδια η κρίση υπερσυσσώρευσης του ελληνικού καπιταλισμού αγκαλιάζει το ένα τρίτο πλέον του συνολικού εργατικού δυναμικού. – Τα συστήματα προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών (ασφάλισης, υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης) έχουν τεθεί σε τροχιά ολοσχερούς παραφθοράς κλπ. Μ’ αυτά τα κοινωνικά δεδομένα της απροσμέτρητης καταστροφής τι είδους «κοινωνικό συμβόλαιο» μπορεί να συναφθεί μεταξύ μισθωτής εργασίας και επιχειρηματικού κεφαλαίου, μεταξύ δηλαδή του θύτη και του θύματος ;
Μ’ αυτά τα δεδομένα το εγχείρημα νεκρανάστασης της χρεοκοπημένης ιστορικάσοσιαλδημοκρατικής πολιτικής της «κοινωνικής συμφωνίας», και μάλιστα στον πυθμένα κυριολεκτικά μιας καπιταλιστικής κρίσης που ανακυκλώνεται ασταμάτητα, είναι ανέφικτο και αναποτελεσματικό, και σε κάθε περίπτωση χωρίς κοινωνικό όφελος για τον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο. Συνεπώς η μοναδική πολιτική που μπορεί να διασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη παράλληλα οπωσδήποτε με την κοινωνική δικαιοσύνη, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τέτοιου είδους κοινωνικές εταιρικές διαδικασίες, που θέτουν στο απυρόβλητο τα ταξικά συμφέροντα της «επιχειρηματικότητας» και φέρνουν στο προσκήνιο τα αριστερά ορόσημα: Του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις, της κοινωνικοποίησης σε στρατηγικούς οικονομικούς κλάδους (από τα τρόφιμα μέχρι τη χαλυβουργεία, από τα ναυπηγεία μέχρι τα τσιμέντα), της δραστικής φορολόγησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας (τουλάχιστον στο 50%), της συνεταιριστικής παραγωγικής οργάνωσης, της εθνικής δημοκρατικής ρύθμισης της οικονομικής δραστηριότητας, του κοινωφελούς χαρακτήρα λειτουργίας των δημόσιων επιχειρήσεων κλπ.
Έτσι, στη σημερινή περίοδο δεν είναι δυνατή η σύμπλευση, η σύζευξη των ταξικών συμφερόντων κεφαλαίου και εργασίας στα πλαίσια μιας σχετικής «κοινωνικής συμφωνίας», γιατί άλλωστε έχει συρρικνωθεί τα μέγιστα και η παραγόμενη πίτα της ακαθάριστης παραγόμενης υπεραξίας (μείωση ΑΕΠ κατά 25% στη μνημονιακή εποχή). Η «ταξική μεροληψία» για την οποία γίνεται λόγος στον ΣΥΡΙΖΑ επιτάσσει την πρόταξη ικανοποίησης των εργατικών λαϊκών συμφερόντων, πράγμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά σε βάρος των κυρίαρχων αστικών συμφερόντων. Το εκ των πραγμάτων συγκρουσιακό, αντιπαραθετικό στοιχείο ανάμεσα σε μια αριστερή λαϊκή διακυβέρνηση, που πολιτεύεται με όρους προγραμματικού ριζοσπαστισμού και όχι απλώς των «κατωτάτων ορίων» (μισθών, συντάξεων, επιδομάτων) και στις επιδιώξεις του επιχειρηματικού κεφαλαίου είναι δομικό χαρακτηριστικό μιας διαδικασίας μετάβασης με σοσιαλιστικό ορίζοντα, και δεν μπορεί να στριμώχνεται στο αντιφατικό πλαίσιο ενός φανταστικού «κοινωνικού συμβολαίου».
πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου