28 Ιαν 2015

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ.

το ζωτικό αριστερό αίτημα για μεταφορά εισοδήματος από τις κυρίαρχες τάξεις στον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο, ως μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης και αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας, δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από ρηξικέλευθες παρεμβάσεις στο ίδιο το επίπεδο των καπιταλιστικών δομών της οικονομίας, από μορφές κοινωνικοποίησης παραγωγικών δραστηριοτήτων, από συνεταιριστικά λαϊκά εγχειρήματα, από την θεσμοθέτηση δραστικών εξουσιών εργατικού ελέγχου, από την επιβολή κοινωνικών αρχών δημοκρατικού παραγωγικού σχεδιασμού.




Η τελευταία δημοσίευση των στοιχείων της έρευνας της IBHS (Info Bank Hellastat) για την συνολική πορεία του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών επιχειρήσεων (21.000), σε συνέχεια προηγούμενων δημοσιεύσεων από την ICAP (Οδηγός Ελληνικών Επιχειρήσεων) και το ΙΟΒΕ (Ινστιντούτο Οικονομικών Βιομηχανικών Ερευνών), καταδεικνύει κατά τον σαφέστερο τρόπο τον συνολικό κύκλο της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης της τελευταίας εξαετίας (2008 – 14) από όλες τις οικονομικές πλευρές. Κι' αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός της πλήρους αντιφατικότητας της οικονομικής λογικής όλων αυτών των αστικών οικονομικών κέντρων, που από τη μια πλευρά είναι ιδεολογικοί θιασώτες της πιο ακραία περιοριστικής πολιτικής δημοσιονομικών περικοπών (που επιφέρουν αναπότρεπτα τη μείωση της κατανάλωσης των λαϊκών νοικοκυριών), ενώ από την άλλη πλευρά (και προκειμένου να αποκρύψουν τον εγγενή και δομικό χαρακτήρα της κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης) εντοπίζουν αποκλειστικά σ' αυτή την μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης την κύρια αιτία της καθοδικής γενικά πορείας των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας.


Από μια γενική άποψη εκείνο που καταγράφεται αδιαμφισβήτητα είναι το γεγονός ότι στην πενταετία 2008 – 13 σημειώνεται κάμψη του κύκλου εργασιών (τζίρου) των ελληνικών εταιριών κατά 29%, ενώ στην ίδια περίοδο μειώνεται δραστικά η επενδυτική τους δραστηριότητα κατά 63%, ενώ παράλληλα
η κερδοφορία τους κατακρημνίζεται από τα 17,5 δισεκατ. ευρώ το 2008 (λειτουργικά κέρδη ΚΠΤΦΑ και όχι κέρδη προ φόρων που είναι σαφώς περιορισμένα) στα 9,8 δισεκ. ευρώ το 2013 (μείωση κατά 44%). Αλλά και το συνολικό τους ενεργητικό παρουσιάζει αντίστοιχη μείωση από τα 327 δισεκ. ευρώ το 2008 στα 256 δισεκ. ευρώ το 2013 (-22%), πράγμα που καταδεικνύει την απαξίωση ενός σημαντικού μέρους του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού του ελληνικού καπιταλισμού.

Προφανώς αυτή η οικονομική ύφεση του επιχειρηματικού κεφαλαίου επιφέρει την μείωση του ΑΕΠ στην περίοδο της κρίσης σχεδόν κατά το ¼, από τα 242 δισεκ. ευρώ το 2008 στα 182 δισεκ. ευρώ το 2013. Άλλωστε με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου συρρικνώνεται κατακόρυφα και από τα 57 δισεκ. ευρώ ετησίως το 2008 πέφτει στα 21 δισεκατ. ευρώ το 2013. Κατ' αυτό τον τρόπο η συμμετοχή των παγίων επενδύσεων στο ΑΕΠ μειώνεται από το 23% στο 10% στην τελευταία πενταετία. Και δεν πρόκειται μόνον για την κάμψη των επενδύσεων στις κατοικίες που φτάνει το μέγιστο του -75%, αλλά και στη μεταποιητική δραστηριότητα η μείωση των δαπανών των επιχειρήσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό φτάνει στο -67%. Ενώ το 2008 οι επενδύσεις σε οικιστικά ακίνητα έφταναν στο 33% των συνολικών επενδύσεων, σήμερα έχουν πέσει στο 12%.

Εξέλιξη μεγεθών 21.000 επιχειρήσεων την περίοδο της κρίσης

(ποσά σε δισεκατομμύρια ευρώ)

Μεγέθη / έτος        2008            2009                 2010                    2011             2012                   2013

ΑΕΠ της χώρας       242             237                   226                      207               194                    182

Ενεργητικό              327             334                   334                      312               286                    256

Κύκλος εργασιών     217             195                   190                      184               169                    153

Κέρδη ΚΠΤΦΑ          17,5           16,5                   10,7                      9,4               10,6                   9,8

Κέρδη προ φόρων      4,6            -3,1                    -6,7                     -9,9                -5,7                   -1,8

ΚΠΤΦΑ : Κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA)

Πηγή : Μελέτη 2015 της Info Bank Hellastat

Είναι έτσι αυτή η αφετηριακή μορφή της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που με την κατακόρυφη πτώση της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων σε αρνητικά επίπεδα, επέφερε αυτό το σύνολο των καταστρεπτικών οικονομικών συνεπειών. Η αυθόρμητη αντίδραση του καπιταλιστικού επιχειρηματικού κόσμου δεν ήταν άλλη από την μαζική εκκαθάριση επιχειρήσεων με ζημιογόνα αποτελέσματα και η σταδιακή πρόκληση του κοινωνικού ολέθρου της μαζικής ανεργίας του 28%. Ωστόσο αυτό δεν αρκούσε για την ανάταξη της πορείας του ελληνικού κεφαλαίου, που παρέμενε στο τέλμα της ύφεσης και της στασιμότητας. Αυτό απαίτησε την συνακόλουθη εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών της τελευταίας πενταετίας, που πέρα από την μετακύλιση του κόστους αποπληρωμής του δημόσιου χρέους στους ώμους των λαϊκών τάξεων, επέβαλαν την μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος τουλάχιστον κατά 18% και ταυτόχρονα την πλήρη ευελιξία στην αγορά εργασίας και την μείωση της όποιας διαπραγματευτικής ισχύος των εργατικών συνδικαλιστικών ενώσεων.

Η εισοδηματική αυτή λιτότητα των μνημονίων, στο έδαφος της υπερμεγέθους ανεργίας της καπιταλιστικής κρίσης, από τη μια πλευρά επιτείνει τα φαινόμενα χρεοκοπίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου αφού τους στερεί ένα σημαντικό μέρος μιας λαϊκής κατανάλωσης που βαίνει συνεχώς μειούμενη, και από την άλλη πλευρά συμβάλει στην βελτίωση των μεγεθών των κερδοφόρων επιχειρήσεων που αξιοποιούν τη μνημονιακή πολιτική προκειμένου να ενισχύσουν την απόδοση των κεφαλαίων τους. Ένας φαύλος κύκλος που από το ένα μέρος συνεχίζει την εκκαθάριση ζημιογόνων κεφαλαίων (επιτείνοντας την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων), ενώ από το άλλο μέρος παρέχει διεξόδους υπέρβασης της κρίσης για τον κερδοφόρο τομέα του ελληνικού καπιταλισμού. Και πραγματικά από το 2013, μετά από μια πενταετία παραφθοράς και ολέθρου, έρχονται στην επιφάνεια χαρακτηριστικά μιας τέτοιας κατεύθυνσης : Η μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων σταματά την πτωτική της πορεία και από το -11% το 2012 περιορίζεται στο -1% το 2013. Ο αριθμός των κερδοφόρων επιχειρήσεων αυξάνεται (60%) έναντι εκείνων που καταγράφουν μια ζημιογόνο δραστηριότητα (40%). Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων αποκτά θετικό πρόσημο και ανέρχεται στο 3%, ενώ οι συνολικές ζημιές των 21.000 επιχειρήσεων της έρευνας από τα -10 δισεκ. ευρώ που ήταν την τελευταία τετραετία βελτιώνονται σε ζημίες -1,8 δισεκατ. ευρώ.

Και το σημαντικότερο όλων, ένας δυναμικός ισχυρός τομέας του ελληνικού κεφαλαίου, οι 500 πλέον κερδοφόρες ελληνικές επιχειρήσεις (που ανήκουν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής παραγωγής), παρουσιάζουν πλέον αύξηση των ιδίων τους κεφαλαίων από τα 46,2 δισεκ. ευρώ στα 63,3 δισεκ. ευρώ και κυρίως αυξάνουν τα λειτουργικά τους κέρδη (EBITDA) από τα 9,3 δισεκατ. ευρώ το 2010 στα 13,2 δισεκατ. ευρώ το 2013, και τα κέρδη προ φόρων τους από τα 2,3 δισεκατ. ευρώ στα 7,6 δισεκατ. στο ίδιο διάστημα.

Μεταβολές βασικών μεγεθών των 500 πλέον

κερδοφόρων επιχειρήσεων (ποσά σε εκατομμύρια ευρώ)

Μεγέθη εταιριών                                             2010                         2011                      2012                           2013

Κύκλος εργασιών                                           86.514                      92.611                    86.216                       82.358

Κέρδη EBITDA                                              9.324                         9.948                    6.002                         13.253

Κέρδη προ φόρων                                          2.299                         1.930                    -772                            7.615

Ίδια κεφάλαια                                              46.275                        47.817                   42.858                         63.333

Πηγή : Ετήσιες εκθέσεις ICAP για τις 500 πλέον κερδοφόρες επιχειρήσεις της ελληνικής οικονομίας 2011, 12, 13 και 14.

Το συμπέρασμα που συνολικά συνάγεται είναι ότι ο τερματισμός της εισοδηματικής λιτότητας σε όποιον βαθμό μπορεί να επιτευχθεί από την αριστερή διακυβέρνηση, είναι σε θέση να βελτιώσει σε έναν ορισμένο βαθμό την παραγωγική δραστηριότητα του επιχειρηματικού τομέα και τα σχετικά μεγέθη των παραγωγικών μονάδων. Εντούτοις μια αναδιανομή εισοδήματος, ακόμη και αν κατορθώσει να επιβληθεί, από μόνη της δεν μπορεί να απαντήσει στο συνολικό κοινωνικό ζήτημα της υπέρβασης της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Κι' αυτό πέραν των άλλων γιατί δεν μπορεί να τροφοδοτήσει ουσιαστικά την απορρόφηση της μαζικής ανεργίας, ενώ αυξάνοντας το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μπορεί να επιτείνει τα φαινόμενα ζημιογόνου δραστηριότητας των μισών επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας, οδηγώντας σε νέες εκκαθαρίσεις παραγωγικών μονάδων. Γι' αυτούς τους λόγους το ζωτικό αριστερό αίτημα για μεταφορά εισοδήματος από τις κυρίαρχες τάξεις στον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο, ως μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης και αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας, δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από ρηξικέλευθες παρεμβάσεις στο ίδιο το επίπεδο των καπιταλιστικών δομών της οικονομίας, από μορφές κοινωνικοποίησης παραγωγικών δραστηριοτήτων, από συνεταιριστικά λαϊκά εγχειρήματα, από την θεσμοθέτηση δραστικών εξουσιών εργατικού ελέγχου, από την επιβολή κοινωνικών αρχών δημοκρατικού παραγωγικού σχεδιασμού.

 Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, ΚΟΜΜΑΤΟΣ, ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Η ιστορική εκλογική νίκη των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων και ο σχηματισμός της κυβέρνησης με κύριο κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, συνοδεύεται από την διαπίστωση ότι οι συγκροτημένες μορφές του λαϊκού εργατικού κινήματος βρίσκονται σε κατάσταση παραφθοράς και αποψίλωσης, τόσο εξ αιτίας της επενέργειας του εργοδοτικού συνδικαλισμού, όσο και των ισχυρότατων πληγμάτων που έχουν δεχθεί από τις μνημονιακές πολιτικές (υπερμεγέθης ανεργία, αποψίλωση μισθών, διάλυση εργασιακών σχέσεων) : Το ιδιαίτερο αυτό ιστορικά φαινόμενο (πολιτική ισχύς της Αριστεράς με κοινωνική αδυναμία του λαϊκού κινήματος) απαιτεί επείγουσες και αποτελεσματικές απαντήσεις και θέτει επί τάπητος το ευρύτερο και κομβικό ζήτημα των σχέσεων λαϊκού κινήματος, ριζοσπαστικού πολιτικού υποκειμένου και κυβέρνησης της Αριστεράς.

Αυτό το γεγονός συμβαίνει γιατί το λαϊκό εργατικό κίνημα είχε πραγματοποιήσει πολυσήμαντες πανεργατικές κινητοποιήσεις στα πρώτα χρόνια της μνημονιακής εποχής. Εντούτοις αυτές οι πανελλαδικές απεργίες δεν είχαν κατορθώσει να αναχαιτίσουν την ακατάσχετη νεοφιλελεύθερη επέλαση των μνημονίων, με αποτέλεσμα την διοχέτευση της λαϊκής οργής, αντιπαλότητας και αγανάκτησης στην πολιτική διέξοδο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς όπως καταγράφηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαίου – Ιουνίου 2012 και ολοκληρωμένα του Ιανουαρίου 2015. Στο βαθμό συνεπώς που η λαϊκή κινηματική δυναμική μετατοπίστηκε αναγκαστικά από το κοινωνικό στο πολιτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει σήμερα ότι η εκλογική κατίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ και η άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής δεν μπορεί πλέον παρά να επανατροφοδοτήσει τις κοινωνικές διεργασίες και συλλογικότητες των λαϊκών τάξεων.
Είναι ευθύς εξ αρχής φανερό ότι εφόσον στην καινούρια πολιτική κατάσταση της απαλλαγής από την κυβερνητική μνημονιακή διαχείριση της κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής, δεν δρομολογηθούν διαδικασίες ανάταξης του κινήματος των εργαζομένων, των ανέργων, των συνταξιούχων, των στρωμάτων της νεολαίας, τότε η ίδια η αριστερή διακυβέρνηση θα στερείται κινηματικού ερείσματος με ανυπολόγιστες δυσμενείς πολιτικές συνέπειες. Η μετατροπή του πολιτικού οργανισμού του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτή την περίπτωση σε «διοικητικό συμπλήρωμα» των κυβερνητικών μηχανισμών θα είναι αναπότρεπτη. Απαιτείται άρα η εγκαθίδρυση μιας γόνιμης και αμφίδρομης σχέσης κινήματος , κόμματος και κυβέρνησης, από την οποία εξαρτάται η πορεία του όλου αριστερού κυβερνητικού εγχειρήματος.

Ο δημοκρατικός λαϊκός άνεμος που μπορεί να πνεύσει σ’ όλους τους χώρους της κοινωνικής παραγωγής, και ιδιαίτερα του τομέα της ιδιωτικής οικονομίας, με κυβερνητικά μέτρα όπως η πλήρης αποκατάσταση και αυστηρή εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, το σταμάτημα της εκκαθάρισης επιχειρηματικών μονάδων με την διάσωση της εργατικής απασχόλησης και της αντίστοιχης παραγωγής, η επαναφορά και προστατευμένη ισχύς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τα μέτρα αντιμετώπισης της ανεργίας ή στήριξης των κατωτάτων ορίων μισθών, συντάξεων και επιδομάτων ανεργίας, εμπερικλείουν τη δυναμική ανάκαμψης των μορφών εργατικής συνδικαλιστικής συλλογικότητας έναντι της πολιτικής του κεφαλαίου και ριζικής τροποποίησης του συσχετισμού των δυνάμεων.

Η ανάδυση ενός νέου εργατικού κινήματος, που στηρίζει υλικά τις ριζοσπαστικές κυβερνητικές τομές, ενώ παράλληλα προωθεί τη διεύρυνση των εργατικών δικαιωμάτων έναντι της εξουσίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου, (εξουσίες εργατικού ελέγχου, σταθερή αναδιανομή εισοδήματος κ.α.), ενδυναμώνει την κυβέρνηση της Αριστεράς σε έναν ρηξικέλευθο ρόλο κοινωνικού μετασχηματισμού, ενεργοποιεί το κύριο σώμα της εργατικής τάξης που έχει παραλύσει από τα συνεχή πλήγματα που έχει δεχτεί, και «κλειδώνει» τις κοινωνικές εξελίξεις σε μια λαϊκή προοδευτική κατεύθυνση. Και βέβαια μια τέτοια αναγεννητική διαδικασία δεν αφορά μόνον τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, αλλά οφείλει να αγκαλιάσει παράλληλα τα τεράστια στρώματα των ανέργων, των συνταξιούχων και της νεολαίας, που βρίσκονταν μέχρι σήμερα εξίσου σε καταστάσεις παράλυσης και περιθωριοποίησης.

Ο υποκειμενικός πολιτικός παράγοντας αντιπροσωπεύει τον ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα σε ένα ανατασσόμενο λαϊκό κίνημα ευρύτατων διαστάσεων και σε μια εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική όπου ο ριζοσπαστισμός αναμετράται με τους ισχύοντες πολιτικούς συσχετισμούς σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο. Λειτουργεί ως καταλύτης για την ανασυγκρότηση των κοινωνικών υποκειμένων της εργαζόμενης πλειοψηφίας, διατηρεί την αυτοτέλειά του έναντι της άμεσης κυβερνητικής πολιτικής, προβάλλει τους ριζοσπαστικούς στρατηγικούς στόχους έναντι των κυβερνητικών επιδιώξεων. Εγκαθιδρύεται δηλαδή πολιτικά μια αμφίδρομη σχέση διαλεκτικής αλληλοτροφοδότησης ανάμεσα στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, τον ρόλο του πολιτικού υποκειμένου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, και την συγκροτημένη παρέμβαση των λαϊκών δυνάμεων.

Η διαλεκτική αυτή σχέση ανάμεσα στους τρεις πόλους του λαϊκού αριστερού κινήματος (κόμμα – κίνημα - κυβέρνηση) δεν είναι αντικειμενικά αρμονική, αλλά διέπεται εκ των πραγμάτων από αντιθέσεις, αντιφάσεις, συμπλεύσεις και αντιπαλότητες, εφόσον άλλωστε ανταποκρίνονται σε διαφορετικά επίπεδα υπόστασης μιας ωστόσο ενιαίας δημοκρατικής, ριζοσπαστικής, αντισυστημικής προοπτικής. Άλλωστε πρόκειται για ισότιμες εκφράσεις, πρακτικές, και συγκροτήσεις, έτσι ώστε δεν μπορεί καμία από αυτές να θεωρηθεί ότι κατέχει την υπέρτερη θέση έναντι των άλλων.

Τα παραδείγματα άφθονα στη νέα ιστορική περίοδο :


-Η αντιμνημονιακή κυβέρνηση προχωρά στη στοιχειώδη βελτίωση των κατώτατων συντάξεων και μισθού.

-Το πολιτικό υποκείμενο είναι θεματοφύλακας του στόχου που αναδείχθηκε σ’ ολόκληρη την προηγούμενη πενταετία για την πλήρη αποκατάσταση μισθών και συντάξεων που έχουν αποψιλωθεί από τις μνημονιακές κυβερνήσεις και το επιχειρηματικό κεφάλαιο.

-Οι κοινωνικές οργανώσεις των λαϊκών στρωμάτων (μισθωτών εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων) καταγράφουν την δυναμική αφενός την στήριξης και εμπέδωσης των κατώτατων αυτών ορίων, και παράλληλα ωθούν τα πράγματα προς την κατεύθυνση της ολοκληρωμένης αποκατάστασης της αμοιβής της εργασίας και συνεπώς των συνακόλουθων συντάξεων.

Ένα πλέγμα δυναμικά εξελισσόμενων σχέσεων που είναι και η πεμπτουσία των μορφών ριζοσπαστικής μετάβασης και μετασχηματισμών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου