10 Μαΐ 2014

Κρίση, Επισιτισμός και οι Αόρατοι Εργαζόμενοι

Ο χώρος του επισιτισμού, των επιχειρήσεων εστίασης δηλαδή, ταχυφαγείων, καφέ μπαρ και ξενοδοχείων, αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την ταχύτατη ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας ήδη από τη δεκαετία του 60’. Καταλαμβάνει έτσι, πολύ σημαντική θέση στον καθορισμό όλων των βασικών δεικτών της Ελληνικής οικονομίας και κυρίαρχα του ίδιου του ΑΕΠ. Ως αποτέλεσμα η ίδια η εργατική δύναμη που τροφοδοτεί αυτόν τον κύκλο εργασιών είναι η πολυπληθέστερη στη χώρα μας. Από πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ υπολογίζεται σε 740.000 εργαζόμενους - άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας. Από αυτή τη σκοπιά η συνδικαλιστική παρέμβαση στον χώρο αυτό αποκτά βαρύνουσα σημασία. Στην προσπάθεια αυτή έχει ωστόσο αξία να μπορέσουμε να εξετάσουμε την ίδια τη διάρθρωση των επιχειρήσεων αυτών, της φυσιογνωμίας τους, του ρόλου τους στην παραγωγή και κυρίως τους όρους κάτω από τους οποίους αναπαράγεται στο εσωτερικό τους η εργατική δύναμη.
Με αυτή την έννοια κάτω από την ομπρέλα επισιτισμός συνυπάρχουν διαφορετικού τύπου επιχειρήσεις εστίασης:

Αλυσίδες μαζικής εστίασης – Ταχυφαγεία: Πρόκειται για επιχειρήσεις που γνώρισαν ιδιαίτερη ανάπτυξη την τελευταία 20ετία, αρκετά πιο πρόσφατες δηλαδή στην Ελληνική οικονομία έχοντας ωστόσο αρκετά μεγάλο όγκο εργασιών. Η εταιρική δομή τους είναι σε μεγάλη βαθμό προσαρμοσμένη σε πρότυπα του εξωτερικού από όπου και έλκουν την καταγωγή τους, είτε ως κεφάλαια βλέπε Mc Donalds, Kfc, Pizza Hut, είτε ως μοντέλο λειτουργίας Goodys Everest, Γρηγόρης κλπ. Πρόκειται για Α.Ε με κάθετη ιεραρχική δομή και πλήρη παρουσία στο σύνολο σχεδόν της επικράτειας που απασχολούν μεγάλο αριθμό ανειδίκευτων εργαζομένων τους οποίους αναλαμβάνουν να εκπαιδεύσουν οι ίδιες. Η εργασία είναι πλήρως καταμερισμένη, με υψηλό δείκτη εξειδίκευσης και ομογενοποίησης ως προς το αποτέλεσμά της. Εφαρμόζουν σε μεγάλο βαθμό την εργατική νομοθεσία, την οποία και επηρεάζουν αν δεν την καθορίζουν μέσω της διαπλοκής τους με την πολιτική εξουσία, δεν έχουν μαύρη εργασία ενώ οι μισθοί που παρέχουν κινούνται πάντα στα κατώτατα όρια που προβλέπουν οι συμβάσεις. Συνήθως η ένταση της εργασίας σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα μεγάλη και αυτό είχε ως αποτέλεσμα -στην προ κρίσης εποχή- η παραμονή ενός εργαζόμενου σε αυτήν να είναι χρονικά περιορισμένη και να διακρίνεται από το στοιχείο του επιβιωτισμού, ως το τελευταίο σκαλοπάτι πριν την ανεργία.
Καφέ μπαρ εστιατόρια: Η ‘’ραχοκοκκαλιά’’ του επισιτισμού στην Ελλάδα, η παλαιότερη ιστορικά τουλάχιστον κατηγορία επιχειρήσεων του κλάδου και σίγουρα η πολυπληθέστερη σε όγκο, κύκλο εργασιών, εργαζόμενους και κυρίως ‘’ιδιοκτητών’’. Πρόκειται για επιχειρήσεις χαμηλότερου καταμερισμού εργασίας, μηχανοργάνωσης και παραγωγικότητας, με λιγότερους ή και με ελάχιστους εργαζόμενους καθώς και με ακαθόριστο πλαίσιο λειτουργίας. Είναι ο πιο ευπαθής χώρος ως προς την φυσιογνωμία του σε ζητήματα τήρησης της εργατικής νομοθεσίας, όπου κυριαρχεί ένα οικογενειοκρατικό μοντέλο λειτουργίας και όχι τόσο τυπικό. Είναι μ εαυτή την έννοια και ο χώρος όπου σημειώνεται ΄μεγαλύτερος δείκτης εργοδοτικής αυθαιρεσίας και όπου οι εργατικές αντιστάσεις είναι λιγότερο εύκολο να αναπτυχθούν. Η ραγδαία είσοδος σε αυτόν τον χώρο εργαζομένων φοιτητών με χαμηλές προσδοκίες και προσωρινή παραμονή, ενέτειναν ακόμα παραπάνω την δυσχερή θέση των συνθηκών εργασίας. Το τελευταίο διάστημα ειδικά κάτω από το βάρος της κρίσης είναι ένας χώρος που παρατηρείται έξαρση νέων επιχειρήσεων καθώς συνδυάζουν το πλεονέκτημα της χαμηλής επένδυσης, του εύκολου και άμεσου κέρδους, της χαμηλής ειδίκευσης καθώς και την απουσία ελεγκτικών μηχανισμών. Είναι επίσης καταφύγιο μακροχρόνια ανέργων όπου αδυνατούν να βρουν εργασία στον τομέα ειδίκευσης τους, ανοίγοντας επιχειρήσεις όπου στην ουσία αυτοαπασχολούνται (τα συνεταιριστικά καφενεία σε κάποια βαθμό είναι μια σύγχρονη εναλλακτική εκδοχή αυτού ακριβώς του πράγματος).
Ξενοδοχεία-Τουρισμός: Η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, όπου η εδραίωσή της ξεκινάει δειλά δειλά τα μεταπολεμικά χρόνια και αναπτύσσεται ραγδαία τη δεκαετία του 70’. Σε αυτό συντέλεσε μια σειρά από επενδύσεις μεγάλων διεθνών κεφαλαίων και ξενοδοχειακών αλυσίδων, Hilton, intercontinental, Marriott και ακολούθησαν και εγχώρια κεφάλαια με έδρα κυρίως τα νησιά και την Κρήτη. Δεν λείπουν ωστόσο και μικρότερες ξενοδοχειακές μονάδες με χαμηλότερες διαθεσιμότητες κλινών ή ακόμη και μικρά καταλύματα ή ενοικιαζόμενα δωμάτια μικροϊδιοκτητών που έχουν κάποιες θέσεις εργασίας αλλά τις περισσότερες φορές περιορισμένες. Τα μεγάλα ξενοδοχεία αποτελούν ιδιαίτερα μαζικούς χώρους εργασίας, όπου ευνοείται η ανάπτυξη συνδικαλιστικών πρακτικών γι αυτό και τυχόν κρούσματα εργοδοτικής αυθαιρεσίας βρισκουν αντιστάσεις από τους εργαζόμενους. Σε μεγάλο βαθμό η εργασία στις επιχειρήσεις αυτές έχει το στοιχείο της μονιμότητας ή τουλάχιστον της προσδοκίας της, οι εργαζόμενοι απασχολούνται για πολλά χρόνια και συνταξιοδοτούνται από αυτά. Επίσης ακριβώς επειδή είναι επιχειρήσεις υψηλής ειδίκευσης -πάνω από 30 ειδικότητες- η αντικατάσταση του προσωπικού είναι αρκετά επιζήμια και οικονομικά και από άποψη εκπαίδευσης νέου και παροχής υπηρεσιών. Με αυτή την έννοια ακόμα και μέσα στην κρίση παρουσιάζουν την εξής ιδιαιτερότητα: Από την μία διατηρούν σχετικά αλώβητη την κερδοφορία τους, από την άλλη όσο και αν έχει συμπιεστεί το εργατικό κόστος, δεν έχουν υποστεί συντριπτικό χτύπημα τα εργασιακά δικαιώματα καθώς είναι από τους λίγους χώρους οπού υπάρχει σε ισχύ ΣΣΕ (με μείωση 15% βέβαια...), μετά τη λήξη της μετενεργειας. Είναι ωστόσο ένας χώρος όπου το ελληνικό κεφάλαιο στοιχηματίζει πολλά και το επόμενο διάστημα θα είναι δείκτης που επιθυμεί να πάνε τα πράγματα.
Για την συνδικαλιστική κατάσταση στον Κλάδο
Είναι γεγονός ότι το προηγούμενο διάστημα ο χώρος του επισιτισμού είχε εξαιρετικά χαμηλό έως ανύπαρκτο θα λέγαμε ποσοστό συνδικαλιστικής παρέμβασης. Με εξαίρεση κυρίως τα μεγάλα ξενοδοχεία όπου ως μαζικοί εργασιακοί χώροι αναπαράγονται συνδικαλιστικές πρακτικές -και με τη θετική συμβολή του ΚΚΕ όπου και συγκεντρώνει εκεί το μεγαλύτερο κομμάτι των οργανωμένων μελών του- η έννοια της συλλογικής διεκδίκησης και της οργάνωσης σε σωματείο είναι παντελώς άγνωστη. Κάτι τέτοιο οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες, πέραν της ούτως ή άλλως καταγεγραμμένης συνολικής αδυναμίας συνδικαλιστικής παρέμβασης στον ιδιωτικό τομέα. Βασικότερος θα λέγαμε ότι ήταν η, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, χαμηλή προσδοκία των ίδιων των εργαζόμενων από την εργασία τους. Μια εργασία ταυτόσημη του επιβιωτισμού, της παροδικότητας, του πρόσκαιρου χαρακτήρα μέχρι να βρεθεί η ‘’καλή’’ η δουλειά. Η απασχόληση ενός σημαντικού κομματιού φοιτητών με ανύπαρκτες απαιτήσεις, με ελαστική εργασία, ως επί το πλείστον μαύρη και ανασφάλιστη κυρίως σε επαρχιακές πόλεις, είναι μια πραγματικότητα που πιέζει προς τα κάτω το σύνολο των εργαζομένων στον κλάδο.
Από την άλλη στο κομμάτι αυτό που αντιλαμβάνεται τη μονιμότητα της εργασίας του, είχαν κυριαρχήσει, ελλέιψη και άλλων αναπαραστάσεων, χαρακτηριστικά συναλλαγής αν όχι εναγκαλισμού με τα αφεντικά. Ιδιαίτερα σε καλά πόστα ή πιάτσες, σε νυχτερινά μαγαζιά ή στα μπουζούκια όπου αναπαραγόταν το είδος του ‘’επαγγελματία’’ σερβιτόρου, το κίνητρο του άμεσου καθημερινού κέρδους, έιτε από ποσοστά είτε από παχυλά φιλοδωρήματα, καλλιεργούσαν την παθητικότητα και την ανοχή στην εργοδοτική αυθαιρεσία και σίγουρα όχι μια μάχιμη πρωτοπορία εργαζομένων, χωρίς συλλογική συνείδηση, έτοιμη να συγκρουστεί με τον εργοδότη.
Σήμερα ωστόσο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά και από μία άποψη ευνοούν, την προσπάθεια μιας ριζοσπαστικής αριστερής παρέμβασης στον χώρο αυτό. Η αύξηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας σε συνδυασμό με την ελαχιστοποίηση των δυνατοτήτων πια για ένα εύκολο, γρήγορο και κερδοφόρο μεροκάματο, ειδικά στις μικρές επιχειρήσεις καθώς και η συνειδητοποίηση ότι σε συνθήκες κρίσης το επάγγελμα αυτό δεν θα είναι και τόσο προσωρινό. Η πραγματικότητα, ότι η ‘’καλή ‘’δουλειά μάλλον θα αργήσει, κάνουν την αντίθεση εργοδότη-εργαζόμενου πλέον έκδηλη και από αυτή τη σκοπιά ανοίγουν το δρόμο για περισσότερα αυτιά να είναι πρόθυμα να αναζητήσουν ένα ταξικό σωματείο στο χώρο δουλειάς τους.

Συνδικάτο επισιτισμού, το πρώτο βήμα οργάνωσης των εργαζομένων στον κλάδο
Στην περίοδο που διανύουμε, ένα από τα κεκτημένα που επιτίθενται οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων και οι παρατρεχάμενοι τους, είναι η ίδια η δυνατότητα που έχει ο κάθε εργαζόμενος να οργανώνεται σε σωματεία και συνδικάτα, να συνδικαλίζεται ελεύθερα και να διεκδικεί καλύτερους όρους εργασίας για αυτόν αλλά και τους υπόλοιπους συναδέλφους του. Αυτή η επίθεση κινείται κυρίαρχα πάνω σε δύο κατευθύνσεις. Αρχικά εξωτερικά, μέσω της καθημερινής προπαγάνδας των καθεστωτικών ΜΜΕ, που στοχεύουν στην πλήρη απαξίωση των συνδικάτων στα μάτια των ίδιων των εργαζομένων και οριακά αναγάγουν την συνδικαλιστική δράση ως κύριο αίτιο της κρίσης. Κυρίαρχα όμως εσωτερικά με την χειραγώγηση του ίδιου του εργατικού κινήματος και των σωματίων από επαγγελματίες εργατοπατέρες που έχουν καταφέρει με την στάση τους όχι μόνο να απομακρύνουν την πλειοψηφία των εργαζομένων από τα σωματεία αλλά και να μετατρέψουν ακόμα και τις πιο μαζικές και μαχητικές οργανώσεις σε ακίνδυνα όργανα ταξικών συμβιβασμών και πελατειακών σχέσεων με τα κόμματα που κυβερνούσαν τόσα χρόνια.
Για αυτή την απαξίωση των συνδικάτων μερίδιο ευθύνης αντικειμενικά έχει και όλο το φάσμα της αριστεράς και όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που δραστηριοποιούνται στο εργατικό κίνημα. Έχουμε ευθύνη γιατί απέναντι στην διαρκή απαξίωση των συνδικάτων από τις ηγεσίες τους δεν καταφέραμε να κινητοποιήσουμε «τον κόσμο της δουλειάς» να κάνει υπόθεση του την δράση τους. Έχουμε ευθύνες γιατί απέναντι στις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς τις εκάστοτε ξεπουλημένης ηγεσίας δεν καταφέραμε να προτάξουμε ένα βηματισμό που θα συνδέει την αναγκαιότητα για αποφασιστικούς αγώνες με την αντικειμενική κατάσταση που βρίσκονται τα σωματεία. Κυρίαρχα όμως είμαστε υπεύθυνοι γιατί απέναντι σε ένα δύσκολο συσχετισμό, σε ένα ξεπουλημένο προεδρείο, σε ένα σωματείο που δεν ταυτιζόταν με αυτό που κάθε χώρος θεωρεί ως το ιδανικό, εμείς γυρίζαμε την πλάτη και καταγγείλαμε τα κακώς κείμενα χωρίς να αναμετριόμαστε με το κρίσιμο ερώτημα: Πως μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς;
Στον χώρο του επισιτισμού το ζήτημα της οργάνωσης στο συνδικάτο έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά προβλημάτων. Από τον κατακερματισμό του κλάδου σε χιλιάδες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, την αραιή συνδικαλιστική πυκνότητα του ιδιωτικού τομέα, το περιορισμένο διάστημα εργασίας και τις ελαστικές σχέσεις, τον δεσποτισμό και την αυταρχικότητα των αφεντικών στους χώρους δουλειάς ακόμα και οργανωμένα εγκληματικά κυκλώματα. Σε αυτές τις προβληματικές πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι το συνδικάτο επισιτισμού συσπειρώνεται στο ΠΑΜΕ, που αντικειμενικά θέτει όρια στην γείωση και στην απευθύνσή του και στις δυνατότητες του να μαζικοποιηθεί και να εκφράσει την πλειοψηφία των εργαζομένων που βρίσκονται εκτός του συνδικάτου. Θεωρούμε όμως ότι το συνδικάτο επισιτισμό είναι το μόνο που στον χώρο της Αττικής εκπροσωπεί μια κρίσιμη μάζα εργαζομένων (2800 ψηφίσαν στις προηγούμενες εκλογές) και που έχει τις δυνατότητες να υποστηρίξει και με υλικούς όρους τους εργαζόμενους στον κλάδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι το σωματείο σερβιτόρων μαγείρων που δημιουργήθηκε πριν μερικά χρόνια με στόχο να δράσει ανεξάρτητα από το συνδικάτο και να εκπροσωπήσει τον κόσμο που δεν εκφραζόταν από αυτό, αν και έδωσε σημαντικές μάχες δεν κατάφερε να στεριώσει σαν μια αναγνωρίσιμη δύναμη στον κλάδο.
Καταλήγοντας θέλουμε να ορίσουμε κάποιες βάσεις για το πως μπορεί να συγκροτηθεί η παρέμβαση μας στο συνδικάτο επισιτισμού με τις ιδιαιτερότητες που το διέπουν. Πρέπει να γίνεται προσπάθεια όποιος γράφεται στο σωματείο να μην το θεωρεί σαν ομάδα πίεσης για ώρα ανάγκης αλλά να αντιλαμβάνεται ότι η εργασιακή του καθημερινότητα περνάει από την ενεργή του δραστηριοποίηση στις δράσεις του συνδικάτου. Αντίστοιχα θεωρούμε ότι για να καταφέρουμε να σπάσουμε το μονοκομματικό καθεστώς που υφίσταται το σωματείο και τη γραφειοκρατικοποιημενη λειτουργία του πρέπει να μαζικοποιήσουμε τις διαδικασίες βάσεις και να καταφέρουμε να τις μετατρέψουμε σε κύτταρα οριζόντιου διαλόγου των ίδιων των εργαζομένων για τα πραγματικά προβλήματα που βιώνουν στους χώρους εργασίας τους. Τέλος πρέπει να σκεφτούμε και να δράσουμε πρωτότυπα τόσο εντός του πλαισίου του σωματείου με τις υφιστάμενες δομές του όσο και εκτός αυτών όπου θέτουν όρια στην δραση και την παρέμβαση μας.


Για μια μαζική αριστερή ριζοσπαστική κίνηση εργαζομένων
Το πιο κρίσιμο ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε όμως στη σημερινή συγκυρία είναι με ποιο όχημα μπορούμε να παρέμβουμε και να αλλάξουμε τους συσχετισμούς όχι μόνο στο συνδικάτο του επισιτισμού αλλά και στο ευρύτερο εργατικό κίνημα που περνάει την πιο βαθιά κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Ποιο είναι το πολιτικό όχημα το οποίο θα μπορούσε να συσπειρώσει τους εργαζόμενους στον χώρο του επισιτισμού σπάζοντας τους διαχωρισμούς που διαμορφώνει ο καταμερισμός εργασίας εντός του κλάδου; Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να στηθεί παρέμβαση η οποία θα μπορεί να φτάνει σε κάθε εργαζόμενο ακόμα και στο τελευταίο μαγαζί της Αθήνας; Ποια πρέπει να είναι η στάση ενός μαχόμενου συνδικαλιστή στον κλάδο απέναντι στα μικρά και μεγάλα ζητήματα που εμφανίζονται στον χώρο εργασίας; Θέλοντας να θέσουμε κάποιες βάσεις σε αυτή τη κουβέντα θεωρούμε ότι τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά γύρω από τα οποία θα μπορέσει να χτιστεί μια μαζική πρωτοβουλία που θα μπορέσει να αλλάξει την υπάρχουσα κατάσταση στον κλάδο
Θα πρέπει να καταφέρει να ξανακάνει οικεία στους εργαζομένους μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική γραμμή με μαζικό λόγο και σύγχρονη φυσιογνωμία. Άλλωστε η αριστερά σαν πρωτοπορεία, σαν το πιο προωθημένο και συνειδητοποιημένο κομμάτι των εργαζομένων θα πρέπει να μπορεί να σκέφτεται και να δρα όχι σαν εξωτερικός καθοδηγητής της πάλης τους που η μόνη της χρησιμότητα περιορίζεται στην ανεύρεση των σωστών συνθημάτων ανάλογα με τη συγκυρία. Μια μάχιμη αριστερή παρέμβαση στο σήμερα θα πρέπει να μπορεί να οργανώνει την αναζήτηση κάθε εργαζόμενου, να πολιτικοποιεί ακόμα και την πιο μικρή μάχη στον χώρο δουλειάς, να αναδεικνύει κάθε στιγμή και με κατανοητό τρόπο ότι η μοναξιά που μπορεί να νοιώθει κάθε στιγμή ο εργαζόμενος στον χώρο απαντιέται μόνο με τη συλλογική δράση την αλληλεγγύη και τον καθημερινό αγώνα όχι μόνο για τα κεκτημένα αλλά για το κάτι παραπάνω. Τελικά όμως θα πρέπει να επιμένει, όταν της δίνεται η ευκαιρία, μέσα από τους αγώνες των εργαζομένων, να δείχνει ότι κάθε αγώνας κρύβει μέσα του την ίδια την δυνατότητα της ανατροπής της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης από κάθε αφεντικό.
Πρέπει επίσης να καταφέρουμε να αναδείξουμε μια φιγούρα αγωνιστή που είναι πρωτοπόρος με τη δράση του όχι μόνο στον δρόμο αλλά κυρίαρχα μέσα στο χώρο εργασίας τους. Θεωρούμε ότι αυτό είναι αναντικατάστατο κομμάτι της παρέμβασης μας καθώς έτσι όχι μόνο αποδεικνύει έμπρακτα ότι ένας άλλος συνδικαλισμός είναι εφικτός σε κάθε χώρο δουλειάς αλλά καταφέρνεις μέσω της πρακτικής να μετατοπίζεις τις συνειδήσεις των συναδέλφων σου κάθε στιγμή. Ειδικά στον κλάδο του επισιτισμού που οι απαιτήσεις των αφεντικών μπορεί να φτάσουν σε παράλογα επίπεδα, είναι αναγκαίο να προτάξουμε ότι κάθε μικρός συμβιβασμός σταδιακά μπορεί να οδηγήσει πολύ εύκολα στην πλήρη υποταγή στην αυθαιρεσία του εργοδότη. Στον αντίποδα αυτού πρέπει να προτάξουμε την λογική ότι ακόμα και οι μεγαλύτεροι αγώνες ξεκινάνε από τις πιο μικρές αρνήσεις. Από ένα όχι απέναντι στις απλήρωτες υπερωρίες, όχι στο να κάνεις τα γλυκά μάτια στον πελάτη, όχι στο να κάνεις το χαμάλη, τον μπογιατζή, το παιδί για όλες τις δουλείες

Τέλος πρέπει να αναπτύξουμε μορφές οργάνωσης οι οποίες θα ξεφεύγουν από την λογική ότι μια συνδικαλιστική παράταξη είναι απλά και μόνο η μεταφορά των προταγμάτων ενός πολιτικού φορέα στο συνδικάτο. Πρέπει να δημιουργήσουμε δομές οι οποίες θα είναι ανοιχτές σε κάθε εργαζόμενο που βιώνοντας την καταπίεση στην δουλειά του θέλει να οργανωθεί και να παλέψει. Πρέπει αυτές οι ίδιες οι διαδικασίες μας να επιτρέπουν τον πολιτικό διάλογο και την ζύμωση μεταξύ διαφορετικών αντιλήψεων αλλά και να μπορούν παίρνουν αποφάσεις με πλειοψηφικό τρόπο όταν δεν μπορεί να υπάρχει ομοφωνία. Κυρίαρχα όμως πρέπει ο πολιτικός μας λόγος να είναι βγαλμένος μέσα από την ίδια την καθημερινότητα ενός εργαζόμενου στον κλάδο να μπορεί ο καθένας που θα έρχεται σε επαφή με τα υλικά μας να βλέπει σε αυτά τις δικές του ανησυχίες και προβληματισμούς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου