7 Απρ 2014

ΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΑΤΑΞΗΣ

alt.....Μέσα σ’ αυτό το πεδίο των ανεπανάληπτων συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων που θα προκύψουν άμεσα,η κυβέρνηση της Αριστεράς θα βρεθεί ουσιαστικά χωρίς χρηματοδοτικούς πόρους για την αντιμετώπιση της κοινωνικής εξαθλίωσης και των αναγκών οικονομικής ανάκαμψης με κοινωνικά χαρακτηριστικά. Και από αυτή την άποψη η Ελλάδα δεν είναι Βενεζουέλα (εξασφάλιση κοινωνικών πόρων από την εθνικοποιημένη πετρελαϊκή παραγωγή), αλλά περισσότερο προσομειάζει με την περίπτωση της Βολιβίας στο νοτιοανατολικό άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Σ’ αυτή την περίπτωση, εφόσον η αριστερή λαϊκή κυβέρνηση παραμείνει συνεπής στις δεσμεύσεις της και δεν τις αναιρέσει (προκειμένου να διατηρήσει το «καλό κλίμα» σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κέντρα και την ελληνική εργοδοσία, οπότε θα πρόκειται για επανάληψη της κυβερνητικής εμπειρίας της ΝΔ), και προκειμένου να προωθηθεί άμεσα η κοινωνική ανόρθωση και η οικονομική ανάταξη, η μοναδική δυνατότητα που θα παραμένει ανοιχτή δεν θα είναι άλλη παρά η ώθηση των δεσμεύσεων και τομών της στα έσχατα όριά τους, που είναι και η απαρχή της εφαρμογής ενός μεταβατικού προγράμματος σοσιαλιστικού χαρακτήρα......

Του ΑΝ. ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΑΣΦΥΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η σημερινή συγκυρία της συνεχιζόμενης πολιτικής των μνημονίων και της δίχως ορατό τέλος κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, χαρακτηρίζεται εξολοκλήρου από την απουσία πόρων για την όποια χρηματοδότηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάκαμψης. Το 1,5 εκατομμύρια άνεργοι στην τεράστια πλειονότητά τους δεν λαμβάνουν καμία επιδότηση ανεργίας, τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης στερούνται της κρατικής επιδότησης, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων έχει σχεδόν εκμηδενιστεί, το ιδιωτικό επιχειρηματικό κεφάλαιο συνεχίζει την πενταετή επενδυτική του αποχή, οι διεθνείς επενδύσεις αφορούν στην εξαγορά δημόσιων επιχειρήσεων και ως εκ τούτου δεν διευρύνουν την παραγωγική βάση και την απασχόληση, το τραπεζικό σύστημα απέχει από την χρηματοδότηση της οποιασδήποτε παραγωγικής επένδυσης, οι λαϊκές αποταμιεύσεις στο πιστωτικό σύστημα έχουν προ πολλού εξατμιστεί, οι δόσεις των δανείων που εισρέουν, μετά από τηνεπιβολή νεοφιλελεύθερων μεταλλάξεων στην εργατική τάξη και στα μικροαστικά στρώματα, κατευθύνονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αποπληρωμή των τόκων και χρεολυσίων. Η απουσία οικονομικών πόρων για την αντιμετώπιση όλων αυτών των ανοιχτών πληγών της ελληνικής οικονομίας είναι περισσότερο από καταφανής με αποτέλεσμα την συνεχή ανατροφοδότηση της ύφεσης και την συνέχιση του εγκατεστημένου φαύλου κύκλου : Περικοπές – λιτότητα – ύφεση και εκ νέου ύφεση – λιτότητα – περικοπές.
Οι μοναδικοί πόροι που εισρέουν από την ευρωπαϊκή Ένωση αφορούν στις χρηματοδοτήσεις των ΕΣΠΑ , οι οποίες ωστόσο χαρακτηρίζονται από : Το ύψος τους είναι εξαιρετικά χαμηλό εφόσον καλύπτουν 14 δισεκ. ευρώ για την επταετία 2014 – 20, επίπεδα εντελώς ανεπαρκή για να συμβάλουν στην αναγκαία σήμερα οικονομική ανάταξη. – Παράλληλα οι πόροι αυτοί είναι δεσμευμένοι, τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο των περιφερειών, σε συγκεκριμένες δράσεις (τεχνολογικές καινοτομίες, ανταγωνιστικότητα επιχειρήσεων, γεωργική παραγωγή κλπ.), έτσι ώστε οι θέσεις εργασίας που δημιουργούν να είναι απειροελάχιστες, και η συμβολή τους στην αντιμετώπιση των μειζόνων προβλημάτων (π.χ. βιομηχανική καταστροφή) να είναι αμελητέα. – Τέλος, η χρηματοδότηση αυτή, που είναι κατά οκτώ φορές μικρότερη των πληρωμών του ελληνικού δημοσίου σε τόκους και χρεολύσια στους δανειστές, όπως έχει ήδη επισημανθεί, είναι άμεση συνάρτηση της πιστής εφαρμογής των μνημονίων που έχουν επιβληθεί, με αποτέλεσμα η ενδεχόμενη ακύρωσή τους, μαζί με τους εφαρμοστικούς τους νόμους, να οδηγεί στην χωρίς δεύτερη κουβέντα, κατάργηση των κάθε μορφής ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων.
Έτσι το χρηματοδοτικό πρόβλημα που αναδεικνύεται για μια αριστερή λαϊκή κυβέρνηση, και μάλιστα μέσα σε μια δίχως προηγούμενο οικονομική καταστροφή και κοινωνικό ολοκαύτωμα, έχει τεράστιες διαστάσεις, ενώ χρειάζεται να απαντηθεί άμεσα και αποτελεσματικά, γιατί θα είναι όρος επιβίωσης της διακυβέρνησης της Αριστεράς. Με δεδομένο τώρα ότι
η πλέον κατηγορηματική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα, στην οποία άλλωστε οφείλεται και η διευρυμένη του εκλογική επιρροή, είναι η άμεση ακύρωση των μνημονίων και προφανώς των εφαρμοστικών τους νόμων (γιατί διαφορετικά η κατάργηση των μνημονίων δεν έχει κανένα νόημα), αυτό θα σηματοδοτεί ευθέως την διάρρηξη της συμφωνίας των όρων χορήγησης των μέχρι σήμερα δανείων και των δανειακών συμβάσεων. Επόμενη άρα θα είναι η άσκηση τιμωρητικής πολιτικής από την πλευρά των ευρωπαϊκών οικονομικών και νομισματικών αρχών, με την κατάργηση του ΕΣΠΑ, καθώς και των επιδοτήσεων για την αγροτική παραγωγή και των προγραμμάτων αντιμετώπισης της ανεργίας. Κατά συνέπεια η ακύρωση των μνημονιακών διατάξεων επιφέρει αυτομάτως την διακοπή των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Εκτός και αν, προκειμένου να αποφευχθεί η αντιπαράθεση αυτή με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δεν καταργηθούν τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι, οπότε σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κυβέρνηση της Αριστεράς.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΠΟΡΟΥΣ
Εφόσον αυτή η προοπτική είναι σχεδόν βέβαιη, τίθεται το ζήτημα από εκεί και πέρα του προσδιορισμού των πόρων που είναι αναγκαίοι για την χρηματοδότηση όλων των ζωτικών δράσεων οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων σημαντική θέση καταλαμβάνουν :
α) Η παροχή επιδόματος ανεργίας στο σύνολο των ανέργων στο ύψος του 80% του αποκατεστημένου βασικού μισθού της ΕΓΣΣΕ (750 Χ 0,80 = 600 ευρώ), μέχρις ότου δρομολογηθεί η διαδικασία οικονομικής ανάκαμψης και αρχίσουν να δημιουργούνται συστηματικά θέσεις απασχόλησης. Αυτός άλλωστε είναι και ο ασφαλέστερος τρόπος αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, στο μέτρο που η γενικευμένη κοινωνική εξαθλίωση προέρχεται από την υψηλή ανεργία και αφορά σχεδόν αποκλειστικά το άνεργο εργατικό δυναμικό. Διαφορετικά, η άσκηση της πολιτικής διακυβέρνησης της Αριστεράς χωρίς την κάλυψη των ζωτικών κοινωνικών αναγκών των ανέργων, θα στερείται κοινωνικής νομιμοποίησης, εκτός και αν η όρθωση ανθρωπιστικής ασπίδας προστασίας στην κοινωνική εξαθλίωση αφορά την οργάνωση συσσιτίων και την συγκέντρωση τροφίμων και ρουχισμού, πράγματα χρήσιμα (που άλλωστε διεκπεραιώνει και ο εκκλησιαστικός μηχανισμός), που ωστόσο δεν αντιμετωπίζουν το κύριο φαινόμενο και αιτία της ανθρωπιστικής κρίσης που είναι οι άνεργοι.
β) Η εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων για την πλήρη λειτουργία των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, προκειμένου τουλάχιστον οι συντάξεις να μείνουν στα σημερινά επίπεδα (παρόλο που παράνομα έχουν μειωθεί μέχρι σήμερα κατά 30% - 40%). Προοπτικά το ζήτημα των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων δεν μπορεί να επιλυθεί παρά με την αποκατάσταση της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού και την είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων και της εργοδοσίας. Εντούτοις σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο απαιτούνται σημαντικότατοι πόροι για την στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης, που έχει πληγεί καίρια από το «κούρεμα» των αποθεματικών των ταμείων και την απουσία είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών, πράγμα στο οποίο θα συμβάλλει η αποκατάσταση του επιπέδου των εισφορών της εργοδοσίας, χωρίς αυτό να επιλύει το άμεσο εκρηκτικό πρόβλημα.
γ) Η αποκατάσταση της λειτουργίας του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, και μάλιστα κατά έναν τρόπο διευρυμένο, που ξεπερνά κατά πολύ τα 10 δισεκ. ευρώ ετησίως, και που θα δώσει μια ορισμένη αναπτυξιακή ώθηση στα οικονομικά πράγματα. Βέβαια τέτοιου είδους δημόσιες επενδύσεις χρειάζεται να προσλαμβάνουν παραγωγικά κυρίως χαρακτηριστικά, που να οδηγούν στην παραγωγή υπερπροιόντος ικανού να ανατροφοδοτεί την δημόσια επενδυτική δραστηριότητα και την κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που αναγκαστικά θα προκύπτουν από την δημόσια επενδυτική πολιτική. Το ζήτημα δηλαδή στην πρώτη φάση της αριστερής διακυβέρνησης δεν είναι να χρηματοδοτηθούν έργα υποδομών και κοινής ωφέλειας (που έχουν προφανώς την μεγάλη τους σημασία), αλλά που δεν οδηγούν σε άμεση παραγωγή υπερπροιόντος : Τέτοιου είδους έργα έπονται στον δημοκρατικό προγραμματισμό, και η προτεραιότητα χρειάζεται να επικεντρώνεται σε παραγωγικές επενδύσεις άμεσης αποτελεσματικότητας και απόδοσης.
δ) Τα μεγάλα κονδύλια που προβάλλουν ως αναγκαιότητα για την στήριξη της βιομηχανικής δραστηριότητας από την καταστροφή και την εκκαθάριση εργοστασίων και γενικότερα επιχειρήσεων. Η κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων που έχουν κλείσει εξ αιτίας της κρίσης υπερσυσσώρευσης (τσιμεντοβιομηχανίες, χαλυβουργίες, κλωστοϋφαντουργίες, επιπλοποιίες, δομικών υλικών κλπ.) απαιτεί σημαντικότατους πόρους για να τεθούν εκ νέου σε λειτουργία, επαναπροσλαμβάνοντας το άνεργο εργατικό δυναμικό, με συνθήκες δημόσιας κυριότητας και εργατικού ελέγχου. Προφανέστατα αυτός ο οικονομικός τομέας δεν θα μπορεί να λειτουργήσει στο πεδίο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού της «ελεύθερης» αγοράς, γιατί θα οδηγηθεί εκ νέου στην κρίση, αλλά στα πλαίσια μιας κοινωνικής συνεταιριστικής οικονομίας εξυπηρέτησης των ζωτικών λαϊκών αναγκών. Για να τεθεί σε κίνηση ολόκληρος αυτός ο τομέας απαιτεί τεράστιες χρηματοδοτικές εισροές (εξοπλισμός, κεφάλαια κίνησης, αγορά πρώτων υλών κ.ά.), οι οποίες πρέπει με σαφήνεια να προσδιορισθούν και να καλυφθούν.

ΤΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Άρα, για την χρηματοδότηση αυτών, μεταξύ άλλων (π.χ. στο εκπαιδευτικό σύστημα, στη νοσοκομειακή περίθαλψη, στην περιβαλλοντική προστασία κλπ.), κοινωνικών και πολιτικών παρεμβάσεων που προσδίδουν λαϊκό περιεχόμενο και κοινωνική νομιμοποίηση σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς, απαιτείται ο πολιτικός προσδιορισμός των αναγκαίων πόρων, χωρίς τους οποίους καμιά διαδικασία οικονομικής ανάκαμψης και κοινωνικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να προωθηθεί. Είναι προφανές ότι γίνεται λόγος για δεκάδες δισεκ. ευρώ ετησίως για μια μεσοπρόθεσμη μεταβατική περίοδο αντιμετώπισης της οικονομικής καταστροφής και της λαϊκής εξαθλίωσης. Από πού λοιπόν μπορούν να προέλθουν αυτοί οι πόροι, στο μέτρο που οι κρατικοί προϋπολογισμοί εμφανίζονται ισοσκελισμένοι, και δεν εμφανίζουν αυτά τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία ; Οι λύσεις που προτείνονται και που χρειάζεται να αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου, είναι μεταξύ των άλλων :
1) Η αναγκαιότητα δρομολόγησης της χορήγησης ενός νέου Σχεδίου Μάρσαλ, ενός νέου New Deal, δηλαδή χορήγηση δανείων σημαντικών ποσών από τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους λαούς της Νότιας Ευρώπης, χωρίς πληρωμή τόκων και χρεολυσίων και δίχως μνημονιακές δεσμεύσεις, που θα αξιοποιηθούν στην κατεύθυνση ανάταξης των κατεστραμμένων οικονομιών, επιφέροντας την πολυπόθητη ανάπτυξή τους. Εντούτοις μια τέτοια πρόταση που εκφέρεται από τις δυνάμεις της κυρίαρχης πολιτικής στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν αντιπροσωπεύει μια υλική και συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, αλλά ένα ευχολόγιο προς τις ευρωπαϊκές πολιτικές και νομισματικές αρχές, μια «υπόθεση επιστημονικής φαντασίας» που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών. Γιατί αν ήταν κάτι τέτοιο να γίνει, θα μπορούσε να είχε ήδη συμβεί με τις μέχρι σήμερα δανειακές συμβάσεις μεταξύ ελληνικού δημοσίου και ΕΕ – ΕΚΤ – ΔΝΤ, δηλαδή με την χορήγηση αυτών των υπέρογκων χρηματικών εισροών και την χρησιμοποίησή τους για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να κατευθύνονται οι χορηγούμενες δόσεις εξολοκλήρου στην αποπληρωμή των τόκων και χρεολυσίων του χρέους στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Απεναντίας αυτό που συνέβη την τελευταία πενταετία της καπιταλιστικής κρίσης ήταν η απομύζηση του εργαζόμενου λαού προκειμένου να πληρώνονται οι δανειστές, να στηρίζονται οι τράπεζες που κατέρρεαν, να ενισχύεται η κερδοφορία του επιχειρηματικού κεφαλαίου, να επιβάλλονται οι συνεχείς νεοφιλελεύθερες μνημονιακές μεταλλάξεις. Τα εκρηκτικά ζητήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας είναι προφανές ότι δεν αντιμετωπίζονται με «υποθέσεις επιστημονικής φαντασίας» οι οποίες στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν είναι παρά χίμαιρες.
2) Αν η υπόθεση του ευρωπαϊκού Σχεδίου Μάρσαλ είναι μια φαντασιακή θεώρηση της οικονομικής πολιτικής, τα ενδεχόμενα μέτρα που εντάσσονται στην κατεύθυνση του «να πληρώσουν οι πλούσιοι», έχουν πιο υλικά και απτά χαρακτηριστικά. Βέβαια το ζήτημα είναι αν εφαρμοστούν με συνέπεια ή υποχωρήσουν κάτω από την πίεση των αναγκών της «ρέαλ πολιτίκ», πράγμα που περισσότερο θα είναι ένα από τα επίδικα της ταξικής πάλης στην πρώτη περίοδο της αριστερής διακυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια τριπλή ζώνη μέτρων : Ισχυρή φορολόγηση του επιχειρηματικού κεφαλαίου και των περιουσιών των αστικών κοινωνικών στρωμάτων. – Ενίσχυση των λαϊκών εισοδημάτων προκειμένου να ενισχυθεί η ζήτηση, πράγμα που εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει υποστηρικτικά για την οικονομική ανάκαμψη. – Αύξηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών αντί της συνεχούς τους μείωσης, προκειμένου να συγκρατηθούν τα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης.
Τέτοιου είδους μέτρα, που συγκροτούν μια σοσιαλδημοκρατική – κεϋνσιανή οικονομική πολιτική, θα είχαν σημαντικό νόημα στην προηγούμενη περίοδο της 25ετούς σχεδόν καπιταλιστικής ανάπτυξης (1985 – 2010), που διατηρούνταν υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης, λειτουργούσε μια συνεχώς αυξανόμενη κερδοφορία και συσσώρευση του κεφαλαίου. Π.χ. στην 10ετία 2000 – 10, η κερδοφορία του συνολικού τομέα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων (μεγάλων και μικρομεσαίων) έφτανε σχεδόν τα 15 δισεκ. ευρώ ετησίως, κατά έναν τρόπο σταθεροποιημένο. Αν αυτά τα κέρδη φορολογούνταν με έναν υψηλό φορολογικό συντελεστή, θα μπορούσαν να προσπορίσουν δημόσια έσοδα της τάξης των 7 δισεκ. ευρώ ετησίως, πόροι που θα ήταν σε θέση να συμβάλουν στην προώθηση δημοσίων επενδύσεων και κοινωνικών πολιτικών, τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Εντούτοις διαφορετικά τίθενται τα ζητήματα στη σημερινή συγκυρία της καπιταλιστικής κρίσης, όπου από το σύνολο των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας, οι μισές εμφανίζονται κερδοφόρες (χάρις στα μέτρα λιτότητας και εργασιακής απορρύθμισης των μνημονίων), ενώ οι άλλες μισές συνεχίζουν να εμφανίζονται ζημιογόνες, με το συνολικό αποτέλεσμα των 22.500 εταιριών της καπιταλιστικής οικονομίας να εμφανίζεται ζημιογόνο στα 7 δισεκ. ευρώ τα τελευταία χρόνια. Μ’ άλλες λέξεις η κλασική σοσιαλδημοκρατική αναδιανεμητική οικονομική πολιτική είχε πεδίο εφαρμογής και αποτελεσματικότητα, ενώ στη σημερινή περίοδο τα αποτελέσματά της θα είναι πενιχρά.
Έτσι, από την αύξηση του δείκτη φορολογίας των καπιταλιστικών κερδών στο προηγούμενο επίπεδο του 45% (έναντι του σημερινού 15%), επειδή ακριβώς θα αφορούσε τις μισές (κερδοφόρες) εταιρίες (γιατί από τις ζημιογόνες δεν μπορεί να εισπραχθεί φορολογία επί των κερδών αφού έχουν ζημίες), το αποτέλεσμα θα ήταν η είσπραξη 2 περίπου πρόσθετων δισεκ. ευρώ ετησίως, πόρος αναγκαίος αλλά που πολύ απέχει από ένα επαρκές επίπεδο φορολογικών εσόδων στον κρατικό προϋπολογισμό. Και από την άλλη πλευρά, η αποκατάσταση του βασικού μισθού της ΕΓΣΣΕ, αλλά κυρίως των κλαδικών ΣΣΕ που καταργήθηκαν πριν από έναν περίπου χρόνο, σε συνδυασμό με την αύξηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, ναι μεν θα επέφερε προσαύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργατικών νοικοκυριών, που θα οδηγούσε στην αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά αυτή η αύξηση του εργατικού κόστους θα μπορούσε να απορροφηθεί μόνον από τις κερδοφόρες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στο πεδίο του ζημιογόνου τομέα του ελληνικού καπιταλισμού (που διατηρείται «όρθιος» χάρις στις «μνημονιακές ενέσεις» που του χορηγεί το σημερινό αστικό κράτος), αυτή η αύξηση του κόστους εργασίας θα επιδείνωνε τα εταιρικά αποτελέσματα, και θα οδηγούσε στην εκκαθάριση και άλλων επιχειρήσεων, πράγμα που θα αύξανε παραπέρα την ανεργία και την ύφεση.
Κατά συνέπεια η πολιτική γραμμή «να πληρώσουν οι πλούσιοι» έχει νόημα και χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης, εντούτοις όμως τα αποτελέσματά της μέσα στην συνεχιζόμενη κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, είναι εξαιρετικά περιορισμένα, και σε κάθε περίπτωση δεν εξασφαλίζουν τους τεράστιους χρηματοδοτικούς πόρους που είναι σήμερα επιτακτικά αναγκαίοι. Άλλωστε, σ’ αυτά τα πλαίσια εκείνο που μπορεί και χρειάζεται να φορολογείται επαρκώς είναι η κερδοφορία του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Δεν μπορεί προφανώς να φορολογείται η «περιουσία των πλουσίων», δηλαδή τα επενδυμένα πάγια κεφάλαια της βιομηχανίας και των υπολοίπων οικονομικών κλάδων, που είναι τα αναγκαία εργαλεία για την άσκηση της παραγωγικής δραστηριότητας. Εν κατακλείδι, τα εργαλεία αυτά οικονομικής πολιτικής, είναι μεν αναγκαία και επιβεβλημένα, ωστόσο όμως έχουν χαμηλή αποδοτικότητα, ενώ ταυτόχρονα επιδεινώνουν την κρίση υπερσυσσώρευσης, δηλαδή ζημιογόνες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να κλείνουν, και η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται.
3) Τέλος η προβαλλόμενη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μέσα μάλιστα και από την ίδρυση και λειτουργία μιας κρατικής επενδυτικής τράπεζας όπως έχει υποστηριχθεί, εφόσον αυτές οι επιχειρήσεις είναι πολυπληθείς στην ελληνική οικονομία, δεν είναι δεδομένο ότι θα επιφέρει την ζητούμενη οικονομική ανάκαμψη και την εξασφάλιση πόρων, για δύο προφανείς λόγους :
Από τη μια πλευρά, ένα τέτοιου είδους δημόσιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα αντιμετωπίζει πρόβλημα επάνδρωσής του με τα αναγκαία κεφάλαια, τα οποία όμως σήμερα, με τα δεδομένα λειτουργίας της ευρωζώνης και της έλλειψης εσωτερικών πόρων, καθώς και της πλήρους συρρίκνωσης των λαϊκών καταθέσεων απουσιάζουν παντελώς. Μια τέτοια πιστωτική πρωτοβουλία, ανεξάρτητα από την χρησιμότητά της, λειτουργεί κυρίως στο «φαντασιακό» αυτών που την προτείνουν, χωρίς να έχει προϋποθέσεις υλικής της πραγματοποίησης.
Και από την άλλη πλευρά, αυτού του είδους η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι προβληματική επειδή ένα πολύ μεγάλο μέρος τους λειτουργεί δορυφορικά σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, και η οικονομική τους μοίρα εξαρτάται από αυτές. Εφόσον άρα μεγάλα εργοστάσια εκκαθαρίζονται, συμπαρασύρουν στο κλείσιμο και ολόκληρο το πλέγμα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που λειτουργούν για λογαριασμό τους, έτσι ώστε η οποιαδήποτε τραπεζική ενίσχυση αυτών των μικρομεσαίων μονάδων θα ήταν άγονη, εφόσον οι μεγάλες επιχειρήσεις στις οποίες λειτουργούν δορυφορικά βρίσκονται σε κρίση και αποδιάρθρωση.

ΏΘΗΣΗ ΣΤΑ ΑΚΡΑ ΤΩΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ
Γίνεται φανερό ότι ο σχηματισμός αριστερής λαϊκής διακυβέρνησης, εφόσον παραμείνει συνεπής στις μέχρι σήμερα δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, θα αντιμετωπίσει μείζον χρηματοδοτικό πρόβλημα για την δρομολόγηση μιας οικονομικής ανάκαμψης με κοινωνικά χαρακτηριστικά, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι δεσμεύσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς αφορούν στην άμεση κατάργηση των μνημονίων και οπωσδήποτε των συνοδευτικών εφαρμοστικών τους νόμων, την επαναφορά των κοινωφελών επιχειρήσεων που έχουν αποκρατικοποιηθεί σε δημόσια κυριότητα (από την Αγροτική Τράπεζα μέχρι τον ΟΛΠ ο κατάλογος είναι μακροσκελής), την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος που έχει ανακεφαλαιοποιηθεί με λαϊκούς πόρους και παραμένει σε ιδιωτικά χέρια των τραπεζιτών, την εθνικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων που εκκαθαρίζονται (τροφίμων, χαλυβουργίας, τσιμέντων κλπ.) και την θέση τους σε λειτουργία με εργατικό έλεγχο, την δρομολόγηση ισχυρού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, την δραστική στήριξη των ανέργων και την διάσωση του ασφαλιστικού συστήματος από την επαπειλούμενη κατάρρευση.
Η απαρχή υλοποίησης αυτών και άλλων εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ θα επιφέρει μια δίχως προηγούμενο ρήξη με την εγκατεστημένη αστική ταξική κυριαρχία σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο επίπεδο της ευρωπαϊκής ενοποίησης (πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής) θα επέλθει ολοσχερής ρήξη γιατί όλα αυτά τα ρηξικέλευθα μέτρα που αναφέρονται ως προγραμματικές δεσμεύσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς θα προκαλέσουν : Τιμωρητικές ποινές τύπου κατάργησης των επιδοτήσεων ΕΣΠΑ, πολιτικά μέτρα στη βάση της παραβίασης των Συμφώνων Σταθερότητας και του Ευρώ (π.χ. υπέρβαση των μηδενικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων λόγω άσκησης εθνικής δημόσιας επενδυτικής πολιτικής) κλπ. Και ταυτόχρονα στο πεδίο των εσωτερικών ταξικών συσχετισμών η αντιπαράθεση με τις αστικές οικονομικές δυνάμεις θα είναι ολομέτωπη, εφόσον αποκατασταθεί η λειτουργία των εργατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, κοινωνικοποιηθούν οι τράπεζες, επιβληθεί δραστική φορολόγηση των καπιταλιστικών κερδών κ.ά. Δεν θα πρόκειται μόνον για τις αντιδράσεις του αστικού πολιτικού προσωπικού (συντηρητικής και κεντροαριστερής απόχρωσης), αλλά κυρίως για τις οικονομικές αντιδράσεις της αστικής τάξης όπως η συνέχιση της επενδυτικής αποχής, το κλείσιμο ζημιογόνων επιχειρήσεων κ.ά.
Μέσα σ’ αυτό το πεδίο των ανεπανάληπτων συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων που θα προκύψουν άμεσα,η κυβέρνηση της Αριστεράς θα βρεθεί ουσιαστικά χωρίς χρηματοδοτικούς πόρους για την αντιμετώπιση της κοινωνικής εξαθλίωσης και των αναγκών οικονομικής ανάκαμψης με κοινωνικά χαρακτηριστικά. Και από αυτή την άποψη η Ελλάδα δεν είναι Βενεζουέλα (εξασφάλιση κοινωνικών πόρων από την εθνικοποιημένη πετρελαϊκή παραγωγή), αλλά περισσότερο προσομειάζει με την περίπτωση της Βολιβίας στο νοτιοανατολικό άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Σ’ αυτή την περίπτωση, εφόσον η αριστερή λαϊκή κυβέρνηση παραμείνει συνεπής στις δεσμεύσεις της και δεν τις αναιρέσει (προκειμένου να διατηρήσει το «καλό κλίμα» σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κέντρα και την ελληνική εργοδοσία, οπότε θα πρόκειται για επανάληψη της κυβερνητικής εμπειρίας της ΝΔ), και προκειμένου να προωθηθεί άμεσα η κοινωνική ανόρθωση και η οικονομική ανάταξη, η μοναδική δυνατότητα που θα παραμένει ανοιχτή δεν θα είναι άλλη παρά η ώθηση των δεσμεύσεων και τομών της στα έσχατα όριά τους, που είναι και η απαρχή της εφαρμογής ενός μεταβατικού προγράμματος σοσιαλιστικού χαρακτήρα. Αυτό θα χαρακτηρίζεται από την κοινωνικοποιημένη αναδιοργάνωση και λειτουργία της παραγωγής και της ανταλλαγής, από τον ενεργό ρόλο της πολιτικής εξουσίας της αριστερής διακυβέρνησης και των εργατικών συλλογικοτήτων, από την άσκηση μιας κυρίαρχης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, από την διεθνιστική σύμπραξη και συμμαχία με όλα τα αριστερά και κοινωνικά κινήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Και η πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή του αριστερού γάλου σκηνοθέτη Arnaud des Pallieres, που βασίστηκε στο βιβλίο του Heinrich Von Kleist, που γράφτηκε στο μεταίχμιο 18ου και 19ου αιώνα, τον «Michael Kohlhaas», αυτό καταδεικνύει : Ότι η λαϊκή εξέγερση, το αριστερό ρεύμα ή θα πάει τον εαυτό του μέχρι το τέρμα, ή η οποιαδήποτε πρακτική ενσωμάτωσης τύπου Βάρκιζας, θα το οδηγήσει στον πλήρη αποδεκατισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου